«Οι αναρχικοί, δεν είναι ένα απλό όνομα ή μια ταμπέλα μέσα στον κοινωνικό χώρο. Όσοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και της πάλης για την αναρχία θεωρούν πως έχουν επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Η απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι ένα νεανικό παιχνιδάκι. Ούτε ένα γεροντικό καπρίτσιο. Πολύ περισσότερο δεν είναι η εκτόνωση κάποιων θυμωμένων για τη θέση που τους επιφύλαξε το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Αυτή η υπεύθυνη στάση των αναρχικών έρχεται να καθορίσει τη διαρκή αναζήτηση, την επίμονη προσπάθεια, το ξεκαθάρισμα απόψεων, την εμβάθυνση και την διάδοση των λειτουργικών εμπειριών, το κόψιμο των οποιονδήποτε ορατών ή αόρατων δεσμών με τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για όλα αυτά τα συστατικά που συμπεριλαμβάνονται στην Αναρχική Θεώρηση.»
(Γιώργος Βλασσόπουλος, Μάρτιος 2009, Περί πράξης ή οι παρενέργειες του ακτιβισμού)
«Γιατί αν αγνοήσουμε την επιλογή των κατάλληλων μέσων θα πραγματώσουμε άλλους σκοπούς, ίσως μάλιστα εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς στους οποίους αποβλέπουμε, και κάτι τέτοιο θα έχει ολοφάνερη και αναπόφευκτη συνέπεια των μέσων που επιλέξαμε. Όποιος ακολουθήσει λάθος δρόμο δεν θα πάει εκεί που θέλει αλλά εκεί που θα τον οδηγήσει ο δρόμος».
Ερρίκο Μαλατέστα
Έχουμε τονίσει επανειλημμένα ότι η τεχνική προβολή λέξεων και εννοιών, είναι χαρακτηριστικό είτε της απουσίας εμβάθυνσης στα διάφορα ζητήματα και επομένως της αδυναμίας κατανόησης των εμπειριών των αναρχικών αγώνων είτε της επιδίωξης αλλοίωσης τους μέσω του εντυπωσιασμού και της παραχάραξής τους. Όπως εύστοχα τονίζει ο Thomas Szasz («Ο Πόλεμος των Ορισμών»): «Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών[…] Ο αγώνας καθορισμού και ελέγχου των νοημάτων είναι αγώνας για επιβίωση[…] αυτός που πρώτος θα ορίσει το νόημα μιας κατάστασης, επιβάλλει στον άλλον την δική του πραγματικότητα και τον ορίζει, είναι ο νικητής[…] έτσι κυριαρχεί κι επιβιώνει. Εκείνος που ετεροκαθορίζεται, υποτάσσεται και ίσως ακόμα και εξοντώνεται…».
Πράγματι, η άκριτη χρήση εννοιών ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για κρίσιμες ήττες, που εξωραΐζονται μέσω της «ατέλειας» μιας πολιτικής απροσδιοριστίας, μιας ασάφειας μέσω της οποίας διάφορες στάσεις, συμπεριφορές, πολιτικές και ιδεολογικές διατυπώσεις αποδίδονται αυθαίρετα, καλόβουλα ή κακόβουλα, στην αναρχία.
Οι βεβαιότητες σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποδεικνύονται εύκολα και γρήγορα οι μεγαλύτερες αυταπάτες, αλλά ακόμα και τότε είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η πραγματικότητα εκτός και αν αφαιρεθούν οι παραμορφωτικοί φακοί της πολιτικής.
Δεν υπάρχουν μεταχρονολογημένες αγωνίες, «για αυτά που δεν πήγαν καλά», ούτε έχουμε κάποιο λόγο οι αναρχικοί να ενστερνιζόμαστε λογικές του τύπου «δεν βαριέσαι, πάμε παρακάτω» ή «τι ψάχνουμε τώρα, ψύλλους στ’ άχυρα, πάνω κάτω όλοι περίπου τα ίδια λέμε, άσε που δεν υπάρχει χρόνος να φιλολογούμε…». Αυτές οι δικαιολογίες παρ’ ότι συνήθως μόνο εκ του πονηρού εκφέρονται, παρ’ όλα αυτά δυστυχώς εμπεδώνονται εύκολα στ’ όνομα της μη εγκατάλειψης των λεγόμενων μαζικών χώρων, της σύνδεσης με την κοινωνία, ή όταν προτάσσεται η αναγκαιότητα της αντιμετώπισης μιας επείγουσας κατάστασης.
Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι.
Εξακολουθούν να αναρωτιούνται αρκετοί άνθρωποι, γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε κίνημα, επίσης είναι συχνά ασαφές ποιος είναι ο χρόνος έναρξης και λήξης των κινημάτων, ποιος ανήκει σε αυτά και ποιος αποκλείεται, αν υπάρχουν για να επιτύχουν ένα συγκεκριμένο στόχο ή για να ικανοποιήσουν κάποιο γενικότερο συμφέρον όσων συμμετέχουν σε αυτά, αν και πότε εντάσσονται σε θεσμοποιημένα πλαίσια ή διαδικασίες και σε ποιο βαθμό, ενώ διαφωνίες διατυπώνονται και για το κατά πόσο επιμέρους ομαδώσεις διαμαρτυρίας και σύγκρουσης συγκροτούν κοινωνικό κίνημα. Πως φθάσαμε στην νομική κατοχύρωση του δικαιώματος στην διαδήλωση, σε ποιο βαθμό, πως και με πιο τρόπο διασταυρώθηκαν και αλληλοεπέδρασαν οι απεργίες στις βιομηχανίες, οι εκλογικές εκστρατείες, και τα κοινωνικά κινήματα;
Όπως υποστηρίζει ο Charles Tilly (Κοινωνικά κινήματα 1768-2004) το κοινωνικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στην Δύση μετά το 1750 αναδείχθηκε από μια καινοτόμα και σημαντική σύνθεση των εξής στοιχείων:
α) μια επίμονη οργανωμένη δημόσια προσπάθεια διατύπωσης συλλογικών διεκδικήσεων έναντι κατεστημένων αρχών-στόχων (εκστρατεία), β) χρήση συνδυασμών από τις παρακάτω μορφές πολιτικής δράσης: δημιουργία ενώσεων και συνασπισμών ειδικού σκοπού, δημόσιες συγκεντρώσεις, επίσημες παρελάσεις, ολονυχτίες, συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, εκστρατείες για συγκεκριμένα αιτήματα, δηλώσεις, εκστρατείες για συγκεκριμένα αιτήματα, δηλώσεις καταχωρίσεις στα μέσα ενημέρωσης και διανομή φυλλαδίων (ρεπερτόριο του κοινωνικού κινήματος) και γ) συντονισμένες δημόσιες παραστάσεις Αξιοσύνης, Ενότητας, Πολυάριθμου και Δέσμευσης των συμμετεχόντων για λογαριασμό τους ή και απέναντι στους υποστηρικτές τους (επίδειξη ΑΕΠΔ).
Ο Tilly παρατηρεί, επίσης, ότι αυτές ακριβώς οι επιδείξεις ΑΕΠΔ μπορεί μεν να προϋπήρχαν με τη μορφή θρησκευτικού μαρτυρικού θανάτου, αυτοθυσίας και αντίστασης απέναντι στους κατακτητές, αλλά η τυποποίηση τους και η ενσωμάτωσή τους στο καθιερωμένο ρεπερτόριο ξεχώρισαν τις επιδείξεις του κοινωνικού κινήματος από τις πρόδρομες μορφές. Έτσι, λοιπόν, έχουμε μετασχηματιστικά κινήματα, που αποσκοπούν σε μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αλλαγές, μεταρρυθμιστικά κινήματα, που αποβλέπουν σε μικρότερης κλίμακας της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης, σωτηριολογικά κινήματα που αποσκοπούν στην ατομική απελευθέρωση των ατόμων, μεταλλακτικά κινήματα, που στοχεύουν στην μεταβολή επιμέρους συνηθειών και αξιών.
Στα μέσα, περίπου, του 19ου αιώνα, ο Lorenz von Stein με το έργο του (Geschichte der Socialen Bewegung Frankreichs von 1789 bis auf unsere Tage, 1η έκδ. 1850) διατύπωσε αρχικά την ιδέα ότι σπουδαιότητα των διαφόρων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών που, μετά το 1830, εξαπλώνονταν ραγδαία, ιδίως στη Γαλλία, δε βρισκόταν στην εγκυρότητα ή θεωρητική αρτιότητα που είχαν καθεαυτές, αλλά στο ότι κατά την γνώμη του αποτελούσαν «ενδείξεις και προπομπούς των επερχόμενων μεγάλων αλλαγών».
Επομένως, σύμφωνα με τον Stein, σημασία είχε η εστίαση στις πρακτικές κινητοποιήσεις του προλεταριάτου, τις οποίες αποκαλούσε κοινωνικό κίνημα, η ανάλυση των αιτιών εμφάνισης και ανάπτυξης αυτού του κινήματος, ώστε να υποδείξει τρόπους και μέσα ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης. Μ’ άλλα λόγια, επανάσταση ή μεταρρύθμιση αποτελούσαν για τον Stein εναλλακτικούς τρόπους με βάση τους οποίους, θα μπορούσαν οι μορφές της κυβέρνησης και της έννομης τάξης να προσαρμοστούν στη μεταβαλλόμενη δομή της κοινωνίας, ενώ ο όρος κοινωνικό κίνημα αντιστοιχούσε, ταυτόχρονα, αφενός στην κίνηση της κοινωνίας (με την έννοια των συντελούμενων δομικών μεταβολών) και αφετέρου στην κινητοποίηση ενός συνόλου κοινωνικών ατόμων, που εμφανίζονταν ως φορείς των μεταβολών.
Ήδη, πριν από τον Stein, οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) διακήρυτταν ότι «όλα τα προηγούμενα κινήματα ήταν κινήματα μειοψηφιών ή για τα συμφέροντα μειοψηφιών. Το προλεταριακό κίνημα είναι το αυτοτελές κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας».
Και έρχεται η μαρξιστική βεβαιότητα ότι «το προλεταριάτο δεν μπορεί να δράσει ως τάξη, εκτός αν είναι οργανωμένη σε ένα ανεξάρτητο κόμμα». Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται καθώς «κίνημα», «κόμμα», «πρωτοπορία», «τάξη», «λαός», «προλεταριάτο», «δικτατορία του προλεταριάτου» ιεραρχούνται, αλληλοδιαπλέκονται, αλληλοκαλύπτονται, αλληλοτροφοδοτούνται ή ακόμα αλληλοεξουδετερώνονται.
«Αν το προλεταριάτο πρόκειται να είναι αρκούντως ισχυρό, ώστε να νικήσει την κρίσιμη μέρα, είναι ουσιώδες –και ο Μαρξ και εγώ υποστηρίζαμε αυτό από το 1847- να συγκροτήσει ένα αυτοτελές κόμμα, διακριτό από και αντιτιθέμενο σε όλα τα άλλα, με συνείδηση του εαυτού του ως ταξικού κόμματος. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι το λεγόμενο κόμμα δεν μπορεί ευκαιριακά να χρησιμοποιεί άλλα κόμματα για τους δικούς του σκοπούς. Ούτε σημαίνει ότι δεν μπορεί προσωρινά να υποστηρίζει άλλα κόμματα για την προώθηση μέτρων, είτε προς άμεσο όφελος του προλεταριάτου ή προκαλούν πρόοδο στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης ή της πολιτικής ελευθερίας. […] Κανένα κόμμα δεν μπορεί να επιβιώσει και να ακμάσει, εφόσον μετριοπαθείς και ακραίες τάσεις δεν αναπτύσσονται και δε συγκρούονται ακόμη μεταξύ τους μέσα στις γραμμές του και ένα [κόμμα] που εκτοπίζει τις πλέον ακραίες τάσεις αυτονόητα θα προωθήσει απλά την ανάπτυξή τους. Το εργατικό κίνημα εξαρτάται από την ανελέητη κριτική απέναντι στην υπάρχουσα κοινωνία, η κριτική είναι γι’ αυτό ανάσα ζωής. Πώς είναι, συνεπώς, δυνατόν να αποφεύγει να υφίσταται κριτική ή να προσπαθεί και να αποφεύγει τη συζήτηση; Ζητούμε, λοιπόν, από τους άλλους να μας παραχωρούν το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, έτσι ώστε να το καταργούμε και πάλι μέσα στις τάξεις μας;» Φ. Ένγκελς, Επιστολή στον Τρίερ, (1889).
Το προλεταριάτο όμως έχει συνείδηση του «ιστορικού του ρόλου», η εργατική τάξη μπορεί να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις ή μήπως όχι;
«Είπαμε ότι οι εργάτες δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν σοσιαλδημοκρατική συνείδηση. Αυτή μπορούσε να τους έρθει μόνο “από τα έξω”. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη με τις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις είναι σε θέση να επεξεργαστεί μόνο μια τρεϊντγιουνιονιστική συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να συνενωθεί σε ενώσεις, να κάνει αγώνα ενάντια στους εργοδότες, να πετυχαίνει από την κυβέρνηση την έκδοση τούτων ή εκείνων των νόμων, που είναι απαραίτητοι για τους εργάτες κ.λπ. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού γεννήθηκε από κείνες τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των ιδιοκτητριών τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο ακριβώς και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας παρουσιάστηκε τελείως ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, ξεπήδησε σαν το φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σκέψης της επαναστατικής σοσιαλιστικής διανόησης». (Λένιν, Τι να κάνουμε;)
Το 1933 ο Karl Schmitt σε ένα δοκίμιο με τίτλο Κράτος, Κίνημα, Λαός και με υπότιτλο Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας, επιδιώκει να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Ο Schmitt υποστηρίζει ότι η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται στα παραπάνω τρία στοιχεία ή μέλη, το κράτος, το κίνημα και το λαό, ενώ η διάκριση αυτή είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Αγκάμπεν «η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος. Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.
Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικού χαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα» (Απόσπασμα από διάλεξη στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο Democrazia e Guerra).
Το ερώτημα που θέτει τελικά ο Αγκάμπεν είναι το εξής: εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η απάντηση που δίνει είναι ότι η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Schmitt, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο.
Μετά το 1960 καταγράφηκε μια άνθηση πανεπιστημιακών μελετών, κυρίως στον βορειοαμερικανικό χώρο, που είχαν ως αντικείμενο τα κοινωνικά κινήματα. Αυτές οι μελέτες επηρεάστηκαν από την εμφάνιση νέων μορφών κινητοποίησης με ειδικούς στόχους, που αφορούσαν δικαιώματα μειονοτήτων και όχι μόνον, πολλοί από τους οποίους ενσωματώθηκαν στη συνέχεια στις πολιτικές του νέου Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι αρκετοί μελετητές τονίζουν ότι οι «πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού» μπορούν να ιδωθούν ως θεωρητικές απαντήσεις στο σπουδαστικό κίνημα, στα «νέα κοινωνικά κινήματα» και βέβαια στο παγκόσμιο κίνημα του ’68.
Αφ’ ετέρου τα κομμουνιστικά κόμματα ουδέποτε έκρυψαν την επιδίωξή τους να ελέγξουν ή έστω να επιτηρούν στενά το «εξωτερικό» κινηματικό περιβάλλον αφήνοντας πολλές φορές τεχνηέντως «χώρο» για την εγγραφή θέσεων και πρακτικών των κινημάτων στις εσωκομματικές τους ιδεολογικές διαδικασίες. Δεν πρόκειται, φυσικά, μόνο για μια «εξωτερική» επέμβαση, αλλά και για μια εγγενή τάση, που ενυπάρχει στα κοινωνικά κινήματα τελικά, να νομιμοποιούν πολιτικά τον λόγο και τις πρακτικές τους και επομένως και τα αιτήματα που προβάλλουν. Η διαδικασία αυτή εκφράζεται συχνά με συγκρούσεις, αντιθέσεις, ακόμα και με πολεμική, καθώς σε περιόδους έντονων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταβολών η ρευστότητα εντείνει παρόμοιες πολιτικές διαδικασίες ενσωμάτωσης όχι μόνο κινημάτων (φοιτητικό) αλλά και κοινωνικών συγκρούσεων και εξεγερτικών γεγονότων (βλ. εξέγερση του Νοέμβρη του ’73, την περίοδο της λεγόμενης μεταπολίτευσης κα).
Σ’ αυτήν ακριβώς την διαδικασία οι οργανωμένοι κομματικοί μηχανισμοί έχουν την δυνατότητα, με φανερό ή μη τρόπο, να διασπούν, να διαλύουν κοινωνικά κινήματα χρησιμοποιώντας μάλιστα κατά κόρον την κατασυκοφάντηση, όταν θεωρούν ότι ανεξέλεγκτα «στοιχεία» προσδίδουν μια ανεπιθύμητη δυναμική. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, αλλά μέσω της αθόρυβης «επίλυσης», κινείται και η κατασκευή παράλληλων οργανώσεων ή ο έλεγχος ήδη υπαρχόντων, που εντείνει τις διαιρέσεις, λειτουργεί ως δούρειος ίππος, εκμεταλλεύεται την ανομοιογένεια και διευκολύνει περεταίρω την απόσυρση των οργανωμένων κομματικών δυνάμεων από μια κινητοποίηση την κατάλληλη στιγμή.
Τα κοινωνικά κινήματα, λοιπόν, γίνονται αντιληπτά ως το περιβάλλον εκείνο, όπου το κόμμα μπορεί να αντλήσει νέα μέλη και να αυξήσει την επιρροή του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Καταστατικό του ΚΚΕ το μέλος «παλεύει σταθερά και ακούραστα για την εφαρμογή στη ζωή της γραμμής και των αποφάσεων τον κόμματος […] Εφαρμόζει δημιουργικά τη γραμμή της ΚΝΕ, ακόμη και στις πιο σύνθετες και δύσκολες συνθήκες, με πρωτοβουλία αποφασιστικότητα και ψυχραιμία» (Καταστατικό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα 1987, σ. 5. Καταστατικό της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας, Αθήνα 1988, σ. 11).
Από την πλευρά της πάλι, η κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ στο 13ο συνέδριο σημείωνε πως «το ΚΚΕ υποστηρίζει, ότι το μαζικό κίνημα πρέπει να λειτουργεί αυτόνομα και με αυτοτέλεια», όμως, «δεν είναι και δεν πρέπει να είναι κοινωνικά και πολιτικά ουδέτερο» (θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής Σεπτεμβ. 1990). Εδώ η υποκρισία περισσεύει, αφού το να κρυφθούν οι πραγματικές προθέσεις ισοδυναμεί με την προσπάθεια να κρυφθεί ένας ελέφαντας σ’ ένα δωμάτιο.
Άλλωστε το κόμμα έχει πάντα δίκιο: «Το Κόμμα έχει σε τελευταία ανάλυση πάντα δίκιο, διότι είναι το μοναδικό ιστορικό εργαλείο που έχει δοθεί στο προλεταριάτο για να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματά του (…) Ξέρω πως δεν μπορεί κανένας να έχει δίκιο εναντίον τού Κόμματος. Μπορεί κανείς να έχει δίκιο μόνο μαζί με το Κόμμα και μέσ’ από το Κόμμα, διότι η ιστορία δεν έχει δημιουργήσει άλλο δρόμο για την πραγματοποίηση αυτού που είναι δίκαιο. Οι Άγγλοι λένε: ‘‘Είτε έχει δίκιο, είτε έχει άδικο, είναι η πατρίδα μου’’. Για πολύ ισχυρότερους ιστορικούς λόγους μπορούμε να πούμε: είτε έχει δίκιο είτε άδικο πάνω στο άλφα ή βήτα συγκεκριμένο ζήτημα, είναι το Κόμμα μου» (Λ. Ντ. Τρότσκι, Ομιλία στο 13ο συνέδριο τού ΚΚΣΕ, Μάιος 1924).
Οι αναρχικοί και δη οι αναρχικές ομάδες επιλέγουν την δράση τους και την συμμετοχή τους σε διάφορα γεγονότα, μια επιλογή που καθορίζεται από το κατά πόσο τα συγκεκριμένα δρώμενα μπορούν να συμβάλουν στην απελευθερωτική κοινωνική προοπτική ή απλώς θα αποτελέσουν μια διαδικασία αφομοίωσης των ανθρώπων στις διαδικασίες του κράτους και ενδυνάμωσης των θεσμών και μηχανισμών χειραγώγησης. Οργανωνόμαστε μ’ εκείνους που συμφωνούμε, δημιουργούμε, δεν παπαγαλίζουμε κομμουνιστικά τσιτάτα («ο λαός σώσει τον λαό»), αναζητούμε με θάρρος, συνεχώς μακριά και ενάντια σε κάθε πολιτική και ιδεολογία, κάθε δυνατότητα να αποτινάξουμε τα κρατικά δεσμά, όχι για να τα αντικαταστήσουμε, αλλά γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι είναι αποκρουστική κάθε μορφής καταπίεση και εκμετάλλευση.
Δεν θέλουμε να μας διατάζουν ούτε επιθυμούμε να διατάζουμε εμείς. Μπορεί προς το παρόν να μην μπορούμε να καταστρέψουμε τα δεσμά αυτά, αλλά δεν δουλεύουμε για την συντήρησή τους, δεν σκοπεύουμε να αναγνωρίσουμε έμμεσα ή άμεσα την εξουσία, ούτε να νομιμοποιήσουμε τους δυνάστες μας συμμετέχοντας στις εκλογές, διαλέγοντας το μικρότερο «κακό». Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η αριθμητική αύξηση είναι αποτέλεσμα μιας αργής, επίμονης και διαρκούς διεργασίας την οποία οι αναρχικοί αναπτύσσουν αποφεύγοντας τις έτοιμες και κατά κανόνα εξουσιαστικές πρακτικές. Όσο αποφεύγεται αυτή η διεργασία, η οποία μπορεί να γίνει μέσα από τη δημιουργία αναρχικών ομάδων, τόσο θα ανακυκλώνεται η κατάσταση. Όπως δεν μαχόμαστε ενάντια στην «παλιά» εξουσία για να την αντικαταστήσουμε λόγου χάριν μ’ ένα κράτος εργατών, όπως ακριβώς δεν στοχεύουμε στην κατάληψη της εξουσίας, για να κατασκευάσουμε στην συνέχεια μια «κοινωνία αντάξια της ανθρωπότητας», άλλο τόσο δεν εργαζόμαστε για την κατασκευή μιας κινηματικής εξουσίας, ενός αντι-κόμματος που όχι μόνο αναπαράγει τα εξουσιαστικά στερεότυπα, αλλά τα εμπλουτίζει.
Η συμμετοχή και πρόσκληση των αναρχικών σε αυτοοργανωμένες κινήσεις, είναι προφανές πως γίνεται στην προοπτική της συμμετοχής σε ένα πλέγμα ετερόκλητων και αντιτιθέμενων απόψεων και, συνεπώς, ανάλογων διαθέσεων. Τότε, οι αναρχικοί βρίσκονται στη κατάσταση να προσπαθούν να συμμετέχουν σε μια διαδικασία διατήρησης ισορροπιών σε ένα ανομοιογενές κινηματικό σύνολο.
Αποδεχόμενοι ένα τέτοιο ρόλο θα κάνουν εκπτώσεις, επειδή, η κάθε μορφής «κινηματική μαζικότητα», που παρέχεται με ευκολίες, απαιτεί θυσίες. Κι αυτές γίνονται και σε λόγο και σε δράση με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σε μια εξουσιαστική διαδικασία χωρίς καλά – καλά να το καταλαβαίνουμε.
Συσπείρωση Αναρχικών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου