Ο μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος, με μυαλό ξυράφι, χρυσή καρδιά, και ασυμβίβαστη στάση απέναντι σε κάθε εξουσία, δεν ακολουθούσε ηγέτες και δεν αναμασούσε καθησυχαστικές κοινοτοπίες
Αρκετό καιρό μετά βρέθηκα με το Στίνα. Κάθισα ένα διάστημα μόνος μου στην παρανομία κι ύστερα, όταν σκόρπισαν τους εξόριστους που ήτανε στο Μεταγωγών, οι περισσότεροι απ’ αυτούς τουφεκίστηκαν, εκτός του Στίνα και του Βουρσούκη που τους στείλανε στην Εύβοια. Μετά δραπέτευσαν κι οι δύο και οργανώσαμε την ομάδα.
Ο Στίνας δεν εργαζότανε εκείνο τον καιρό. Τον είχαν προσλάβει διορθωτή στο Βήμα και ύστερα τον σχόλασαν. Δεν ήταν και στην κατάλληλη ηλικία να βρει δουλειά και συντηρούνταν ως επί το πλείστον από τις εισφορές των μελών. Έπαιρνε και λίγη βοήθεια από την οικογένεια του στην Κέρκυρα. Η οικογένειά του είχε μεγάλη περιουσία κι αυτός την κατασπατάλησε. Είχε έναν αδελφό που έκανε εμπόριο λαδιού –στο Σπαρτίλλα, το χωριό του στην Κέρκυρα, έχουν πολλές ελιές. Είχε πάει μάλιστα παλιότερα ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Σπαρτίλλα και στο νονό του και του είχε ζητήσει να απαλλοτριώσουν τα κτήματά του. «Μα είσαι βαφτιστικός μου!», του λέει αυτός, «θα μου πάρεις τα κτήματα;» «Άλλο το ένα, άλλο το άλλο!», απαντάει ο Στίνας και ξεσηκώνει τους χωρικούς του Σπαρτίλλα να πάνε να διεκδικήσουν την περιουσία του νονού του.
Τότε στο Μεταγωγών είχαμε ανταμώσει όλοι εκείνοι που σκοτώθηκαν αργότερα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και στο Νεζερό της Λαρίσης και οι σταλινικοί. Σε σχέση με το Νεζερό, υπάρχει μια πληροφορία ότι στη λίστα προς εκτέλεση ήταν και ο Ιωαννίδης, ο Μπαρτζώτας και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΕ, τα οποία σκόπευαν να εκτελέσουν οι Γερμανοί ως αντίποινα για την ανατίναξη μίας γέφυρας. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι σταλινικοί έδωσαν λίρες και άλλαξαν τα ονόματα, βάζοντας στη λίστα τον Πουλιόπουλο, το Μακρή, το Νώντα, το Λαμπρόπουλο και άλλους έξι τροτσκιστές που δεν συμπεριλαμβάνονταν αρχικά στη λίστα. Στοιχεία βέβαια δεν υπάρχουν, η φήμη όμως κυκλοφορούσε, τα έκαναν άλλωστε κάτι τέτοια οι σταλινικοί.
Ούτε ένα ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ δεν εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, με την εξαίρεση ίσως του Ζεύγου από ένα δεξιό. Σάντος, Ιωαννίδης, Στρίγκος, Βλαντάς, Ζαχαριάδης και όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη τη γλύτωσαν. Ας βρεθεί κάποιος να αναφέρει έστω και έναν! Στο απόσπασμα πήγαν μόνο μεσαία και κατώτερα στελέχη, τα οποία, άσχετα με το ότι πίστευαν στο σταλινισμό, ήθελαν την κοινωνική επανάσταση.
Τον καιρό που έζησα στην παρανομία, ο κίνδυνος προερχόταν περισσότερο από τους σταλινικούς. Αυτοί σκοτώσανε εκατοντάδες τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές και αναρχικούς, γνωστούς και άγνωστους. Γιατί εκτός απ’ αυτούς, τα ονόματά μας τα έδωσαν στον Μπέρια, την GPU, οι πράκτορες οι σταλινικοί που είχαν μπει ανάμεσα στους τροτσκιστές. Τα διαφωνούντα μέλη του ΚΚΕ δε που σκότωσαν οι ίδιοι θα πρέπει να είναι τριπλάσια σε αριθμό. Αυτό ήταν το λεγόμενο ΕΑΜ , το «δημοκρατικό, προοδευτικό κόμμα».
Ένας από τους πιο αξιόλογους ήταν ο Δημοσθένης ο Βουρσούκης. Ασκούμενος δικηγόρος, δεν κατάφερε να ασκήσει το επάγγελμα εξαιτίας των διώξεων. Έκανε στην Ακροναυπλία αρκετά χρόνια και από κει τον γνώριζαν οι σταλινικοί. Όταν έγινε η «απελευθέρωση», ήταν συγκρατούμενος με το Γεώργιο Κοζάνη, τον «μπάρμπα ή Δράκουλα του ασύλου» και εκεί στο Σχιστό, στα Καμίνια του Πειραιά, τον συνέλαβαν τα φρουραρχεία του ΕΑΜ και τον σκότωσαν. Ήταν μαζί του ένας δικός μας σύντροφος νεαρός. Βλαδίκας λεγότανε, τον φίλησε ο Βουρσούκης και του είπε: «Εσένα θα σ’ αφήσουν, εμένα δεν πρόκειται να μ’ αφήσουν!» Και πράγματι τον άφησαν το Βλαδίκα, γιατί τον θεώρησαν απλώς συμπαθούντα και σκότωσαν το Βουρσούκη, έναν από τους πιο εξαίρετους συντρόφους που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Είπα στο Στανίτσα να γράψει κάτι γι’ αυτόν κι έγραψε το ποίημα Οι ροδακινιές άνθισαν πάλι στο Χολαργό. Έμεναν μαζί στο Χολαργό σ’ ένα αγρόκτημα που ανήκε σ’ έναν αδελφό του Βουρσούκη, που είχε κανονική αστική εγκατάσταση.
Οι ροδακινιές ανθίσανε και πάλι οτο Χολαργό
Oι ροδακινιές ανθίσανε και πάλι οτο Χολαργό σαν και τότε. Έφευγες πρωί πρωί μ’ ένα κλαδί ροδακινιάς στο χέρι στην τσάντα σου ένα κομμάτι ψωμί, λίγες προκηρύξεις και πολλές ελπίδες για επανάσταση και λευτεριά στο καρνέ σου πρόγραμμα για τρεις μέρες: τόποι και πρόσωπα, συναντήσεις και συνεδριάσεις. Δεν ξαναγύρισες. Μάθαμε στην Κοκκινιά η ΟΠΛΑ και ο Μπάρμπας σ’ έπιασαν Σε γνώριζε από την Ακροναυπλία –έπειτα έγινε χωροφύλακας. Τώρα θα έχει μια καλή σύνταξη.
Δεν μάθαμε ποτέ πού σε σκότωοαν. Δεν βρήκαμε τα κόκαλά σου –είναι πολλά τα ξεροπήγαδα της Αττικής. Δεν ξαναγύρισες. Ερχόσουν για πολλά χρόνια μόνο στ’ όνειρό μου με το μαλακό σου πάτημα, το πλατύ σου χαμόγελο, την τρυφεράδα της μητέρας, τη θέληση του ιδεολόγου. Σε ρωτούσα «ζεις;»και ξυπνούσα τρομαγμένος. Οι ροδακινιές ανθίσανε και πάλι στο Χολαργό μα εσύ δεν φαίνεσαι πια μήτε στο όνειρό μου.
Σταμάτης Στανίτσας
(στον πιο σεμνό και υπέροχο αγωνιστή
που γνώρισα στη ζωή μου)
Ένας άλλος σύντροφος που σκότωσαν οι σταλινικοί ήταν ο Θύμιος Αδραμυτίδης. Ο Θύμιος ήταν υπάλληλος στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα κι ήθελε να κατέβει υποψήφιος για το σωματείο του προσωπικού του Ευαγγελισμού. Οι σταλινικοί δεν ήθελαν να βάλουν οι τροτσκιστές υποψηφιότητα, για να μη διασπαστούν οι ψήφοι και νικήσουν οι δεξιοί. Ο Αδραμυτίδης τους είπε, “εμείς είμαστε μια παράταξη, που θα συνεργαστεί μαζί σας εναντίον των δεξιών». Αυτοί επέμειναν «Όχι, δεν πρέπει να βάλετε καθόλου υποψηφιότητα», έλεγαν. Αυτός επέμενε και στο τέλος τον κάλεσαν για ανάκριση. Επειδή ήταν στον πυρήνα το δικό μου όπου ήμουν εγώ επικεφαλής, του είπα «μην πας όταν σε καλέσουν για ανάκριση, να πας στο προσωπικό, στους συναδέλφους σου, και να τους πεις ότι σε απειλούν για να μην βάλεις υποψηφιότητα». Ξεκίνησε ο άνθρωπος να πάει να διαμαρτυρηθεί την ώρα που πήγε τo φρουραρχείο να τον πάρει κι αυτοί αμέσως μόλις γύρισε και τραβούσε προς την είσοδο του προσωπικού, τον πυροβόλησαν στον αυχένα και τον άφησαν στο προαύλιο του Ευαγγελισμού άπνοο.
Πολλούς ανθρώπους, με τους οποίους συνεργάστηκα χρονιά ολόκληρα, όπως ο Δημοσθένης Βουρσούκης, ο Νικόλας Αραβαντινός, ο Τάκης Τάτσης εδώ στη Θεσσαλονίκη, ο Ποιμενίδης, ο Δαμαλάς ο Κώστας, ο Σπύρος Σαπουνάς στο Βόλο, άνθρωποι με τους οποίους είχα συνδεθεί και τους παρότρυνα και κάναμε πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, οι σταλινικοί τους σκότωσαν ως πράκτορες της αστικής τάξης, το ίδιο δηλαδή που κάνανε και στην Κρονστάνδη, που τους κατηγορούσαν ότι συνεργάζονταν με τους λευκοφρουρούς.
Και παλιότερα, στη Θεσσαλονίκη, όταν εμείς δουλεύαμε κατ’ αποκοπήν και αφήναμε τη δουλειά μας και τρέχαμε και βγάζαμε προκηρύξεις και κάναμε προπαγάνδα κι αφήναμε τη δουλειά μας στη μέση, οι σταλινικοί μας συκοφαντούσαν στους εργάτες, πως εμείς πληρωνόμαστε από την αστική τάξη, πως έχουμε κι άλλο μισθό από την ασφάλεια και γι’ αυτό μπορούμε και δεν δουλεύουμε πλήρες ωράριο! Απίστευτες συκοφαντίες! Δεν τις χωράει ο νους του ανθρώπου!
Το ’43 λοιπόν βρεθήκαμε με το Στινα, είχε αποδράσει κι αυτός στο μεταξύ, οργανώσαμε την ομάδα, βγάλαμε μία εφημερίδα, το Εργατικό Μέτωπο, και αναπτύξαμε δράση. Τη μοιράζαμε χέρι με χέρι, αλλά πολλοί σταλινικοί μας την ξέσκιζαν και μας κάνανε διαρκή πόλεμο. Εμείς ήμαστε μαχητικοί, ήταν και η πείνα τότε, σπάζαμε ορισμένα μαγαζιά, βάζαμε τον κόσμο στη σειρά και μοιράζαμε τα τρόφιμα το μεσημέρι.
To ΕΑΜ μιλούσε για εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κι εμείς μιλούσαμε για κοινωνική επανάσταση και κοινωνική αλλαγή, αντίθετα με το ΕΑΜ και τα χωνιά του στο δρόμο. Εκείνον τον καιρό οργανώσαμε πολλούς νέους ανθρώπους με τις αντιλήψεις μας. Τότε κερδίσαμε και τον Καστοριάδη.
Ο Καστοριάδης ήταν 20 χρόνων το 1942 και πρώην μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας, αλλά είδε ότι η λογική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ήταν σκάρτη κι επηρεάστηκε από τις δικές μας αντιλήψεις. Μας βρήκε μέσ’ από συζητήσεις, ήλθε σ’ επαφή με το Στίνα και αργότερα έφυγε για το εξωτερικό. Ο Υπουργός Παιδείας της Γαλλίας, ο Ζαν Ζε, για ν’ απελευθερώσει μερικούς ανθρώπους ζήτησε και πήρε καμιά εικοσαριά νέους μαζί του για να τους γλυτώσει από τη δεξιά. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιάνης Ξενάκης, ο Πουλαντζάς, κλπ. Έτσι βρέθηκε κι ο Καστοριάδης στη Γαλλία κι εμείς του αναθέσαμε να μας εκπροσωπεί στη Δ’ Διεθνή –είχαμε ακόμη σχέση με αυτήν, δεν είχαμε αποχωρήσει. Μέχρι τότε μας εκπροσωπούσε ο Γιώργος ο Βιτσιώρης, αλλά στο μεταξύ είχε προσχωρήσει στην αντίσταση κι αυτός και πέθανε εκεί. Ο Καστοριάδης είχε μείνει φαλακρός από μια παιδική αρρώστια. Σε μια διάλεξή του αργότερα κάποιος μου είπε του «πέσαν τα μαλλιά» κι εγώ του λέω «μη βλέπεις τα μαλλιά, τα μυαλά να βλέπεις…»
Με τον Καστοριάδη συνεχίσαμε την επαφή και, όταν έγιναν τα επεισόδια στην Πολωνία με την Αλληλεγγύη και το Βαλέσα, ο Στίνας τον ρωτούσε τι γίνεται –είχε προηγηθεί και ο Μάης του ’68. Του έλεγε, «καλά, δεν κάνατε ένα συνέδριο να προχωρείτε την κατάσταση;’’ και του απαντάει ο Καστοριάδης ότι τα γεγονότα δεν πήγαν παραπέρα γιατί ο Μάης του ’68 δεν κατάφεοε να ενώσει την εργατική τάξη με το φοιτητικό κίνημα. Ο Στίνας αγωνιούσε για την επανάσταση.
Ο Πουλιόπουλος μας είχε προτείνει να στείλουμε τον Πάμπλο οτο Παρίσι να μας εκπροσωπεί, αλλά εμείς του είχαμε πει τότε ότι αυτός ουσιαστικά είχε κάνει δήλωση. Η θέση μας απέναντι στους δηλωσίες ήταν η εξής: εμείς λέγαμε ότι οι δηλωσίες που κάνανε μια δήλωση για λόγους ανθρώπινους, για λόγους ανάγκης –γιατί, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από σάρκα και κόκκαλα– και που δεν κάνανε προδοτική δήλωση, δηλαδή δεν καταδώσανε κι άλλους, αυτούς λοιπόν είπαμε να τους αποκαταστήσουμε, αφού είναι ηθικά στοιχεία, αλλά να μην τους εκλέγουμε σε πόστα. Αντιθέτως, η τάση του Πουλιόπουλου και του Λουκά Καρλιάφτη τοποθετούσε και δηλωσίες σε πόστα. Μάλιστα ο Λουκάς πρότεινε στον Κώστα Καροτσέρη να γίνει γραμματέας της τάσης του κι ο ίδιος ο Καροτσέρης του είπε “εγώ δεν μπορώ να γίνω γραμματέας της ομάδας σου, αφού έχω κάνει και δήλωση». Ήταν καλός άνθρωπος ο Καροτσέρης.
Πολλοί έρχονταν και μας λέγανε: «Του ΕΑΜ είστε;’’, «Τι ΕΑΜ;!», λέγαμε εμείς. Σε αποθήκες και μπακάλικα με τρόφιμα που παραβιάζαμε εμείς, οι σταλινικοί κάνανε λεηλασίες. Η γυναίκα μου εργαζόταν στον Κεραμεικό, όπου είχε αποθήκες με είδη ιματισμού και μου περιέγραφε πώς ερχόντουσαν Ελασίτες, παίρνανε διάφορα υλικά τάχα για το ΕΑΜ και μετά τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά. Γι’ αυτό και ο κόσμος τους ονόμασε τότε όχι Ελασίτες, αλλά λεηλασίτες! Ορισμένοι κάνανε βέβαια κλοπές για το ΕΑΜ, δεν ήταν όλοι σαλταδόροι που κάνανε βρωμοδουλειές.
Τότε εμείς ήμασταν καμιά διακοσαριά άτομα, με τους καινούριους μαζί: η Κούλα, ο Μανιατόπουλος, ο Παπαδημητρίου, ο Βλαδίκας, ο Αντώνης ο Μπόσιος, ο Σταμάτης ο Στανίτσας –έχει άλλο όνομα τώρα– ο Βουρσούκης, όλοι που ήμαστε πριν εξόριστοι κι άλλοι που ήλθαν από την Ακροναυπλία, όπως ο Γιάννης ο Μακρής, πριν να τουφεκιστούνε δηλαδή. Τώρα δεν ζει κανείς απ’ αυτούς παρά μόνο ο αρχειομαρξιστής
Λουκάς Καρλιάφτης. Ορισμένοι νέοι που ήταν τότε στρατολογημένοι στην ομάδα ζούνε ακόμα στην Αθήνα, από τους παλιούς δεν ζει κανείς, είμαι ο τελευταίος των Μοϊκανών.
Στη Θεσσαλονίκη ήλθα για να δω τους δικούς μου, εφτά-οχτώ χρόνια είχα να τους δω, μ’ ένα μαυραγορίτη που έφερνε σύκα και σταφίδα και τα αντάλλασσε με σιτάρι. Τον πληρώσαμε κιόλας και μας είπε να φορτώνουμε και να ξεφορτώνουμε τη σταφίδα στα τρένα. Εγώ τον πλήρωσα και δέχτηκα τους όρους του, να ξεφορτώνω δηλαδή σακιά μαζί με δυο-τρεις άλλους. Στη Θεσσαλονίκη ήρθα και με υλικό, τη Διαρκή Επανάσταση, προκηρύξεις οπό την Αθήνα, εφημερίδες…
Στην οδό ΙΙαπαδοπούλου, μεταξύ Βενιζέλου και Ιωνος Δραγούμη, πίσω από το Μπεζεστένι, καθόταν ένας ράφτης σύντροφος και οργανώσαμε ομάδα. Ήταν μια μέρα να μαζευτούμε πέντε, είχαμε έρθει οι τρεις και περιμέναμε δύο ακόμα. Εγώ είχα πιάσει δουλειά τότε στην είσπραξη κάτι φόρων. Ο γερμανός Μέρτεν, γενικός διοικητή της Θεσσαλονίκης, είχε φτιάξει μία οργάνωση, μάζευε ένα φόρο από τα φρούτα και με το φόρο αυτό χρηματοδοτούσε τα συσσίτια των παιδιών. Εγώ κυκλοφορούσα τότες με ψεύτικο όνομα κι ένας ξάδελφος μου μου-λέει: ‘Πήγαινε να πιάσεις δουλειά! Θα κάθεσαι σ’ ένα χώρο και θα κόβεις ένα διπλότυπο για τα εισαγόμενα φρούτα που έρχονται υπέρ των παιδιών». Και πήγα.
Μία μέρα κίνησα λοιπόν να παραδώσω τα χρήματα στην Ίωνος Δραγούμη, με είδαν από το Καραβάν Σεράι, το καφενείο, με γνώρισαν και με παρακολούθησαν. Δεν ήλθε αυτός που με γνώρισε, ήλθε ένας άγνωστος κι εγώ είχα ένα δέμα με «κοτζαμάνηδες», τα χιλιάρικα της κατοχής. Αυτοί νόμιζαν ότι είναι προκηρύξεις. Ανεβαίνω λοιπόν πάνω στο ραφείο και έρχεται αυτός με το πιστόλι και μου λέει:
«Τι έχεις, ρε εκεί μέσα;»
«Xρήματα!»
«Βγάλτα!»
Εκείνη την ώρα εμφανίζονται άλλοι δύο χαφιέδες με πολιτικά, ο ένας βγάζει την ταυτότητα, ήταν νοματάρχης της ασφάλειας, ο άλλος λεγόταν Καλαμπόκας, ήταν ανώτερος. «Πως σε λένε;” Είπα το ψευδώνυμο μου –Γιάννης Καζάκος. Αυτός ο χαφιές ο νοματάρχης κρατούσε το πιστόλι, με χτυπάει με την κάνη και μου λέει συγκεκριμένα τη φράση: «Γαμώ το Στάλιν σου!» Πού να ήξερε.. Εμένα με πήραν τα αίματα. Αυτοί οι δύο ήτανε άνθρωποι του Δάγκουλα, μία συμμορία παρακρατικών που δρούσε εδώ στη Θεσσαλονίκη και συνεργαζόταν με την αστυνομία. «Τί ήρθες εδώ να κάνεις;» Εγώ είχα κι ένα κουστούμι παλιό κι έκανα ότι είχα πάει να το γυρίσω ανάποδα, να μου το διορθώσει ο ράφτης. Τι να πω, ότι είχαμε συνάντηση του πυρήνα; Όλα τα στοιχεία τα είχαμε κρύψει στα κάρβουνα, γιατί παίρναμε μέτρα προφύλαξης –μην ξεχνάμε ότι ήμασταν στην παρανομία. Μας κάνουνε έρευνα και με κατεβάζουν κάτω που ήταν κατάστημα, κατεβαίνει κι ένας μαζί μου και με φυλάει με το πιστόλι, ήταν και λίγο αλλήθωρος, δεν έβλεπε πολύ καλά.
Εντωμεταξύ κάνουν έρευνα και στο δεύτερο όροφο, φέρνουν και το δεύτερο δικό μας κάτω. Είναι απάνω οι άλλοι κι ανακρίνουν το ράφτη. Εγώ εκείνη την ώρα –δεν ξέρω, ακόμα και τώρα δεν το έχω συνειδητοποιήσει– κάνω νόημα στο δικό μας «εγώ θα φύγω!» Βλέπω μπροστά μου την τζαμόπορτα, αυτός πηγαινοέρχεται με το πιστόλι στο χέρι από τη μια άκρη του μαγαζιού στην είσοδο ως το βάθος του μαγαζιού. Μόλις περνάει από μπροστά μου και πάει προς το βάθος, κάνω ένα μπραφ, ανοίγω την τζαμόπορτα και φεύγω στην Παπαδοπούλου που κάνει λοξά ο δρόμος και βγαίνει στην I. Δραγούμη. Βγήκε αυτός και πυροβόλησε, αλλά μπορεί να πυροβόλησε στον αέρα για εκφοβισμό. Δυο πυροβολισμούς άκουσα. Βγήκαν από τα παράθυρα και φώναζαν “κομουνίστ, κομουνίστ!» Αντί να τρέξω, πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και ανακατεύτηκα με τον κόσμο. Περπατούσα ήρεμα. Την τακτική αυτή την είχα διαβάσει στο Βίκτορα Σερζ, ο οποίος ήταν Γάλλος εξόριστος στη Σιβηρία, διωγμένος από το Στάλιν. Η Πάλη των Τάξεων των αρχειομαρξιστών είχε δημοσιεύει κομμάτια από το βιβλίο του –εκεί είχα διαβάσει πώς φυλάγονται από την αστυνομία οι επαναστάτες κατά την περίοδο της παρανομίας. Ο Σερζ έδινε και οδηγίες για το πώς να πηγαίνεις σε μία μυστική συνάντηση, για να βεβαιωθείς ότι δεν σε παρακολουθούν, οπότε να μην προδώσεις και τους συντρόφους σου. Τα εφάρμοσα στη ζωή μου αυτά τα πράγματα.
Αυτοί λοιπόν πέρασαν από μπροστά μου κι έψαχναν κάποιον που να τρέχει, αλλά κανείς δεν έτρεχε. Με το μπραφ έφυγε κι ο άλλος και έμεινε ο ράφτης απάνω. Τον ρώτησαν «τι άνθρωπος είναι αυτός» και τέτοια και λέει ο ράφτης «πελάτης μου είναι και έφερε ένα κουστούμι”. Κράτησαν το κουστούμι, πήραν και τα χρήματα και κράτησαν και όμηρο το ράφτη και τον έβαζαν να τους πηγαίνει στις ταβέρνες και να τους πληρώνει τα έξοδα. Ήταν παρακρατικοί, με την αστυνομία συνεργάζονταν. Στο τέλος τον άφησαν, αφού είδαν ότι δεν έβγαινε τίποτα και το είχαν παρακάνει.
Έτσι σηκώθηκα κι έφυγα στην Αθήνα, ταξίδεψα μ’ ένα εισιτήριο γερμανού εργάτη που μου έβγαλε ο αδελφός μου ως εργάτης από τη Γερμανία, με ψεύτικο όνομα.
Το ‘44 βρέθηκα λοιπόν στην Αθήνα. Μέναμε στο Κουκάκι, στα Σφαγεία. Θυμάμαι μια μέρα ένα μπλόκο από ταγματασφαλίτες. Η μάσκα, ο κουκουλοφόρος προδότης δηλαδή, υποδείκνυε –έτσι έκαναν πάντα– κόσμο στους γερμανούς. Θα πρέπει να σκοτώθηκαν τρεις-τέσσερις εκείνη την ημέρα. Όλοι οι άντρες έπρεπε να κατεβούν στην πλατεία. “Όσοι δεν κατεβούν, θα τους βάλουμε φωτιά στο σπίτια τους!», απείλησαν. Οι σπιτονοικοκυρές μας έδιωχναν κι αυτές να κατεβούμε στην πλατεία, φοβόντουσαν. Εμείς είπαμε να ξεκινήσουμε να πάμε εκεί, αλλά την ώρα που πηγαίναμε να παραδοθούμε, μας λέει μια γυναίκα: “Έχει εδώ πίσω μια μάντρα κι από πίσω δεν έχει μπλόκο» Πράγματι, εγώ μ’ έναν άλλον μπήκαμε στο σπίτι της, ανεβήκαμε τη σκάλα, πηδήξαμε το φράχτη και βγήκαμε στη μάντρα. Γεμίσαμε χώματα. Από κάτω ήταν μια άλλη γυναίκα που μας ξεσκόνισε. Πήρα δρόμο και βρέθηκα στο Σύνταγμα. Έτσι γλυτώσαμε, τυχαία, με την αλληλεγγύη εκείνων των γυναικών.
Όλο το διάστημα του Εμφυλίου έμενα στη Αθήνα. Οι Άγγλοι επενέβησαν για να καταστείλουν το ΕΑΜικό κίνημα που είχε ξεσπάσει. Μαζί με το Στίνα ήμαστε κρυμμένοι στο σπίτι του Καλλέργη (ψευδώνυμο του Γιαννακόπουλου). Κρυμμένοι και από την αστική τάξη και από τους Άγγλους και απ’ τους σταλινικούς.
Μια φορά μας σταματάει ο επικεφαλής ιης στρατιωτικής πολιτοφυλακής που ήταν υπό την επίβλεψη των Άγγλων, μας ελέγχουν τα χέρια να δουν αν ήταν λερωμένα από μπαρούτι. Κατά σύμπτωση, μέσα στη φρουρά ήταν ένας δικός μας, στρατιώτης της Εθνοφυλακής, ο Βάσος. Λέει λοιπόν ο Βάσος στον επικεφαλής: «Εγγυώμαι εγώ γι’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν έχουν καμία σχέση με το κίνημα”. Κυνηγούσαν τότε κάποιους που είχαν δραπετεύσει από το αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Μάλιστα, εκείνον τον καιρό, την εποχή των Δεκεμβριανών, πήγα με τη γυναίκα μου και μια φιλενάδα της να μαζέψουμε μερικά ξύλα, ενώ οι Εγγλέζοι κυνηγούσαν τους δραπέτες του Ελληνικού. Έτσι όπως ήμουν μαζί με τις δύο γυναίκες, βλέπω ξαφνικά κάτι Εγγλέζους με όπλα. Ο ένας απ’ αυτούς στέκεται και με σημαδεύει. Εγώ εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως ήθελε να με σκοτώσει για να πάρουν τις γυναίκες. Λέω λοιπόν κι εγώ, αν έχουν σκοπό να με σκοτώσουνε, να πάω κοντά στις γυναίκες να τους αποτρέψω. Αλλά αυτοί ούτε τις γυναίκες ήθελαν να πειράξουν, ούτε εμένα. Νόμιζαν πως είμαι ένας από τους δραπέτες που έψαχναν, γιατί φορούσα χακί παντελόνι και πουκάμισο.
Κάποια στιγμή, αυτός που με σκόπευε σταμάτησε. Είδε πως δεν φοβήθηκα, δεν έτρεξα, οπότε κατάλαβε, ότι δεν ήμουν δραπέτης. Όταν τελικά μαζέψαμε κάτι ξυλαράκια και πιάσαμε να γυρίζουμε, είδαμε κάτι άλλους ξυλοκόπους που κατέβαιναν απ’ το βουνό και τους διηγηθήκαμε το επεισόδιο με τους Εγγλέζους. «Καλά που τη γλιτώσατε, γιατί λίγο πιο πάνω τους είδαμε αυτούς που το σκάσανε από το Ελληνικό!», μας είπαν αυτοί.
Στις 23 του Δεκέμβρη τον 1944 έγινε συγκέντρωση στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και πήγαμε κι εμείς. Ήμαστε καμιά διακοσαριά συγκεντρωμένοι και τραγουδούσαμε τα δικά μας συνθήματα. Οι σταλινικοί οργάνωσαν τη συγκέντρωση μαζί με τους ρεφορμιστές του Καλομοίρη. Στην είσοδο οι σταλινικοί κι οι δεξιοί δεν μας άφησαν να μπούμε μέσα. Είχαμε σκοπό να βάλουμε κι εμείς έναν ομιλητή να μιλήσει στη συγκέντρωση αλλά δεν μας άφησαν. Κι έτσι ομαδικά, όπως είχαμε κάνει αλυσίδα, για να μην μπορούν να μας πειράξουν οι στανικοί, φύγαμε πάλι. Δεν μείναμε για τη συγκέντρωση. Γιατί να μείνουμε άλλωστε; Για ν’ ακούσουμε τις σαχλαμάρες τους;
Μας κυνηγούσανε οι σταλινικοί, όπως είπα, με πιάσανε πολλές τα φρουραρχεία του ΕΛΑΣ, αλλά είχα ψεύτικες ταυτότητες. Αν είχα τύχει σε κανέναν που ήξερε το παρελθόν μου, δεν θα γλύτωνα, όπως δεν γλύτωσαν ο Βουρσούκης, ο Αραβαντινός, ο Τσιγκέλης και πολλοί σύντροφοι που τουφεκιστηκαν από τους σταλινικούς. Κυκλοφορούσα με το όνομα Καζάκος. Το όνομα του πατέρα μου ήταν Καζάκος, αλλά του είχαν βγάλει το ψευδώνυμο Νταμντάκος, από το νταμ-νταμ που έκαναν τα κόκκαλα του αρνιού με τα οποία έπαιζε. Άλλο όνομα που χρησιμοποιούσα ήταν το Βεργής.
Εμείς είχαμε εντελώς αντίθετη πολιτική από τον ΕΛΑΣ. Λέγαμε ότι δεν κάνουμε μονάχα αντίσταση κατά του φασισμού, όπως τάχα κάνανε αυτοί, δηλαδή υπέρ του επιτελείου της Μέσης Ανατολής, γιατί αυτοί ήταν εξάρτημά τους και τελικά ξαναφέρανε την άρχουσα τάξη στην εξουσία. Υποστηρίζαμε ότι ο πόλεμος ήταν κακός κι από τις δυο μεριές, οπότε κάναμε πόλεμο κατά του πολέμου. Με προπαγάνδα, με έντυπα, με προκηρύξεις. Με τον Καστοριάδη μοιράζαμε και προκηρύξεις στους καταυλισμούς των Γερμανών εναντίον του πολέμου, γραμμένες στα γερμανικά. Εμείς μιλούσαμε γλώσσα διαφορετική από τα χωνιά του ΕΛΑΣ που φωνάζανε για το έθνος και την πατρίδα.
Αυτήν την .περίοδο, ’43-45, είχαμε ξανασυστήσει την ομάδα, αφού πια όλοι είχαμε δραπετεύσει από τις φυλακές και τις εξορίες και αρχίσαμε τη δράση μας. Τότε σπάζαμε μαγαζιά και μοιράζαμε τρόφιμα, όπως είπα, γι’ αυτό και το ΕΑΜ μας κυνηγούσε. Το ΕΑΜ έλεγε πως, όπως το ’21, έτσι κι αυτοί κάναν εθνική αντίσταση.
Με το Στινα και τον Καστοριάδη συναντιόμασταν σε σπίτια, έξω δεν βγαίναμε να πάμε σε καμιά ταβέρνα, τίποτα τέτοιο. Μια φορά, βγήκε ένας χαφιές από τους αρχειομαρξιστές, ο λεγόμενος Καυκαλάς. Εγώ πλησίαζα πολιτικά έναν συμπαθούντα επιγραφοποιό από το Παγκράτι και ο χαφιές προσπάθησε να με γνωρίσει μέσω εκείνου – οικοδόμος ήταν. Μου τον είχαν περιγράψει, εγώ δεν τον ήξερα προσωπικά τον Καυκαλά. Μου ’δωσε λοιπόν ραντεβού ο συμπαθών στο τάδε καφενείο να συζητήσουμε. Εγώ είχα πάει νωρίτερα στο καφεφνείο και βλέπω το χαφιέ να είναι ήδη εκεί –κατάλαβα ότι είναι αυτός, ο Καυκαλάς– να περιφέρεται και να κοιτάζει προσεκτικά δεξιά κι αριστερά. Ο άνθρωπος που προπαγάνδιζα εγώ, ο επιγραφοποιός, δεν είχε έρθει ακόμη. Αν ερχόταν και μιλούσαμε θα με γνώριζε ο χαφιές. Ηξερε μόνο τ’ όνομά μου. Έτσι σηκώθηκα κι έφυγα. Ειδάλλως θα μ’ έπιανε. Ηταν πολυ
επικίνδυνο να κυκλοφορείς έξω. Στο καφενείο πηγαίναμε σπάνια. Γι’ αυτό κυρίως στα σπίτια γινόταν η δουλειά και οι συναντήσεις.
Ο Στίνας πήγαινε στον «Κοραή» στην Ιπποκράτους πού και πού, στο καφενείο όμως ελάχιστα. Δεν είχαμε αυτό που λένε ζωή του καφενείου, καθόλου. Ημαστε όλοι παράνομοι. Μια φορά με σταμάτησαν οι φασίστες του Γρίβα. Δούλευα στην Ιπποκράτους σ’ ένα τσαγκαράδικο. Το Χημείο στη Σόλωνος το είχαν οι φασίστες του Γρίβα. Εγώ ήμουν με την μπροστέλα, μ’ ένα χακί παντελόνι κι ένα χακί πουκάμισο, μόλις πέρασα από το σημείο, μου λένε:
«Ψηλά τα χέρια! Από τους δικούς μας του ΕΛΑΣ είσαι;”
(Δεν ήξερα ότι ήταν δεξιοί.)
“Τι ελάς-μελάς μου λέτε, εγώ τσαγκαρέλος είμαι»
«Ταυτότητα έχεις:”
Πάω να βγάλω ταυτότητα, πρόλαβαν όμως και μου τη βγάλανε αυτοί, ψεύτικη ήταν άλλωστε. Αν έλεγα ναι, ελασίτης είμαι, τότε ήταν που θα ’πεφτα στην παγίδα. Ο Γρίβας ήταν αρχηγός των τσολιάδων που κάνανε όργια με τους ταγματασφαλίτες.
Από το Κουκάκι πήγαινα κάθε μέρα με τα πόδια στην Ιπποκράτους που δούλευα και γυρνούσα πίσω το βράδυ που σχολάγαμε. Με το Στίνα και τους καινούριους που κάναμε την ομάδα, συναντιόμουνα μια-δυο φορές τη βδομάδα Η ζωή κρεμόταν από μια κλωστή. Μας κυνηγούσανε όλοι. Δεν υπήρχε ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η δράση μας ήταν κρυφή και από τους σταλινικούς και από τους εαμίτες και από τους αστούς. Όταν έγινε στο Σύνταγμα μια συγκέντρωση, πυροβόλησαν από το ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη ή από πάνω από τ’ ανάκτορα και σκότωσαν αρκετούς. ΙΙήγαμε κι εμείς, σαν άτομα, μέσα στον κόσμο, όχι σαν ομάδα, δεν θεωρούσσμε σπουδαία την «απελευθέρωση”.
Στη συμφωνία της Βάρκιζας ατοφασίστηκε να δικαστούν όσοι είχαν κάνει αδικήματα ποινικού δικαίου. Εν τω μεταξύ, οι αρχηγοί που είχαν κάνει αδικήματα, όχι μόνον δεν δικάστηκαν, αλλά τους έδωσαν και άδεια οπλοφορίας. Δικάστηκαν όλα τα παιδιά, οι αφελείς οπλοφόροι του ΕΑΜ, που είχαν κάνει ποινικά αδικήματα κατόπιν εντολής των αρχηγών. Τους έλεγαν, σκοτώστε τους τροτσκιστές, τους αρχειομαρξιστές, σκοτώστε τους αντιπάλους του Κόμματος, διότι είναι πράκτορες της αστικής τάξης.
Εμείς δεν πιάσαμε όπλο να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Λέγαμε ότι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με τους γερμανούς στρατιώτες, ειδικά εκεί στην εξορία. Μπορεί η απόφασή μας να ήταν και λανθασμένη, αλλά εμείς πήραμε μια γενικά διεθνιστική θέση. Βλέπαμε ότι δεν θα τελείωνε ο πόλεμος με το να σκοτώσουμε ένα Γερμανό και να σκοτωθούν τόσοι άνθρωποι με τα αντίποινα των Γερμανών.
Οταν επί Γερμανών πήγαιναν οι χωρικοί και γίνονταν αντάρτες, δεν το κάναν πάντα από πίστη, αλλά από φόβο για τα αντίποινα των Γερμανών. Οι Γερμανοί είχαν τη θεωρία της ομαδικής ευθύνης. Οταν σκότωσαν στους Μολάους ένα γερμανό στρατηγό, οι Γερμανοί κάψανε τα Καλάβρυτα και εκτέλεσαν τόσο κόσμο, επειδή δεν μπορούσαν να συλλάβουν μεμονωμένα τους ενόχους. Οι σταλινικοί έλεγαν, αντίστοιχα, σκοτώστε Γερμανούς. Αλλά έτσι δεν τελειώνει ο πόλεμος. Αυτό συνέφερε τους Αγγλους, τον Τσόρτσιλ, γιατί βοηθούσε την αντιγερμανική πολιτική. Γι’ αυτό, όταν βρήκαν το αρχείο του Γιαννούλη, βγήκαν στο φως κάτι έντυπα που έλεγαν ότι αν ήσουν σε τροτσκιστική ή αρχειομαρξιστική ή αναρχική οργάνωση, δεν επιτρεπόταν να σε δεχτούν στο ΕΑΜ. Μας έλεγαν πράκτορες της αστικής τάξης. Και φασίστες και όργανα των φασιστών και ανθρώπους της ιδιοκτησίας μας έλεγαν.
Ορισμένοι σύντροφοι πήγαν στο αντάρτικο. Είχαν την αυταπάτη ότι μπορούσε το ΕΑΜ να εξελιχθεί σε αριστερό κίνημα, επαναστατικό, ενάντια οτην πολιτική του Στάλιν, αλλά δυστυχώς, όπως λέει κι ο Στίνας, αυτό ήταν αδύνατο…
Εγώ γνώρισα το Σταύρο Βερούχη, τον πρόεδρο των Παλαιών Πολεμιστών, αόμματο από τα πολεμικά αέρια. Κάποτε είχε εκλεγεί από το χωριό του στη Εύβοια στην Κυβέρνηση του Βουνού –είχε κι αυτός την ίδια αυταπάτη. Είχανε βρει λάδι σε μια περιοχή και αυτός επέμενε να μοιραστεί στους κατοίκους που λιμοκτονούσαν. Αντιθέτως, οι σταλινικοί λέγανε να πάει στην «Επιμελητεία του Αντάρτη” για τους αντάρτες. Στο τέλος τον δολοφόνησαν.
Μια άλλη συμπλοκή είχε γίνει με αρχειομαρξιστές και σταλινικούς που πήγαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς, συγκεκριμένα να δράσουν από κοινού ενάντια σε μια γερμανική εκκαθάριση στην Ευρυτανία. Αφού αντιμετώπισαν ενιαιομετωπικά τους γερμανούς –με όπλα– κι αφού τους απώθησαν μαζί, στο τέλος, οι σταλινικοί σκότωσαν τους αρχειομαρξιστές και είπαν ότι σκοτώθηκαν στη μάχη από τους Γερμανούς. Ψέματα δηλαδή. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις μέτωπο με δαύτους, ήσουν κι εσύ εχθρός, ήσουν πράκτορας. Όπως σκότωναν τους αντάρτες του Ζέρβα. έτσι σκότωναν και τους δικούς μας που δεν συμφωνούσαν με τη γραμμή τους, σαν τον Ψυρρό.
Οι δικές μας ιδέες είχαν απήχηση σε περιορισμένο κόσμο, γιατί οι περισσότεροι ήθελαν να φύγουν οι Γερμανοί και εκεί σταματούσαν. Ήθελαν να έρθει το παλιό καπιταλιστικό σύστημα. Εμείς θεωρούοαμε ότι αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί τους πολέμους. Γι’ αυτό και ήμαστε ενοχλητικοί.
Το 1947 πραγματοποιήθηκε τελικά η οριστική ρήξη μας με τον τροτσκισμό και η αποχώρησή μας από την 4η Κομμουνιστική Διεθνή. Ο Στίνας στις θέσεις του 1947 αναφαίρει:
Ο Τρότσκι ήταν ο πιο αναρμόδιος κι ο πιο ακατάλληλος για θεωρητικός της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ηταν ένας από τους κυριότερους αρχηγούς εκείνων που με τα λόγια και τα έργα, με τη διαλεκτική και τα πολυβόλα φράξανε το δρόμο στην επανάσταση και ξαναβάλανε τους εργάτες στο ζυγό.
Αυτή είναι και η δική μου άποψη. Ύστερα από τις προδοσίες του σταλινισμού και τη χρεωκοπία της θεωρίας του εκφυλισμένου εργατικού κράτους, ύστερα από τη συμφωνία Χίτλερ-Στάλιν και το διαμελισμό της Πολωνίας, εμάς πλέον άρχισαν να μας χωρίζουνε ζητήματα αρχής και από τον ίδιο τον Τρότσκι και από τους τροτσκιστές γενικά, οι οποίοι παρέμειναν κολλημένοι στη θεωρία του εκφυλισμένου εργατικού κράτους, που προσπαθούσαν να μεταρρυθμίσουν. Θεωρούσαμε ότι αυτοί δεν ήταν προδότες συνειδητά, αλλά ότι ήταν εσφαλμένες οι εκτιμήσεις τους. Και ο Τρότσκι ήταν συναισθηματικά δεμένος μ ’ αυτούς, επειδή πήρε μέρος στην οκτωβριανή επανάσταση και δεν ήθελε να ξεχωρίσει τον εαυτό του από το δημιούργημά του. Κι έτσι, παρ’ όλες αυτές τις προδοσίες του σταλινισμού, εξακολουθούσε να έχει την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να το μεταρρυθμίσουν αυτό το κράτος. Αυτό το βλέπαμε αδύνατο. Χωρίσαμε εντελώς τα τσανάκια μας κι αρχίσαμε να προσανατολιζόμαστε στις αντιεξουσιαστικές, αναρχικές ιδέες.
Όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, προσπαθούσαμε να δράσουμε κρυφά και συνωμοτικά στην Αθήνα. Το ’50 και το ’51 συνέχισα να δουλεύω, βγάζαμε έντυπα, είχαμε μια οργάνωση περίπου 200 ατόμων, ελάχιστη μειοψηφία οε σχέση με το ΕΑΜικό ρεύμα, το οποίο έπιανε περισσότερο το μικροαστικό παλμό. Επαφές με συντρόφους έξω δεν είχαμε, όπως κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης το ’36, τότε που είχαν πάει ορισμένοι ναυτεργάτες, που βρίσκονταν ήδη εκτός Ελλάδας. Εμείς δεν μπορούσαμε να στείλουμε δικούς μας, έπρεπε να φύγουμε παράνομα. Ο Μίμης ο Δέρβος, ένας καλός σύντροφος, σοσιαλιστής της 2 1/2 Διεθνούς, είχε πάει μετά την επανάσταση, για ν’ αφήσει, λουλούδια στον τάφο του Λόρκα…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Ταμτάκου, Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα, Κύκλοι Αντιεξουσίας, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2004
via Αιχμή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου