Οι δύο ιταλοί αναρχικοί, που καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς να υπάρχουν ενοχοποιητικά στοιχεία, είδαν τη ζωή σαν ένα όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο. Σαν έναν αγώνα στο πλάι όλων των καταπιεσμένων που ζούσαν στο πετσί τους την άγρια εκμετάλλευση. Σαν σήμερα, στις 23 Αυγούστου του 1927 οι δύο αναρχικοί αγωνιστές πέθαναν στην ηλεκτρική καρεκλα.
“Θα μπορούσα να είχα πεθάνει, ασήμαντος, άγνωστος, μια αποτυχία. Τώρα δεν είμαστε αποτυχημένοι. Αυτή είναι η καριέρα μας και αυτός ο θρίαμβός μας. Ποτέ στη ζωή μας δεν φανταστήκαμε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει τόση δουλειά υπέρ της ανεκτικότητας, της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης αλληλοκατανόησης, όπως τελικά κάνουμε τώρα κατά λάθος. Ό,τι είπαμε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι πονέσαμε – τίποτα! Η αφαίρεση των ζωών μας, των ζωών ενός καλού παπουτσή και ενός φτωχού ιχθυοπώλη – τα πάντα! Η τελευταία στιγμή μας ανήκει, αυτή η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας”.
Ήταν τα λόγια του Bartolomeo Vanzetti αμέσως μετά την ανακοίνωση της θανατικής καταδίκης του τρομερού “ντουέτου” των Ιταλών αναρχικών Σάκο και Βαντσέτι που κατηγορήθηκαν (στις 15 Απριλίου 1920) για την δολοφονία του φίλου τους Σαλτσέντο που είχε σπρωχθεί από αστυνομικούς της αστυνομίας της Μασσαχουσέτης από το 14ο όροφο στο κενό. Το περίεργο ήταν ότι ακριβώς εκείνες τις μέρες είχαν διοργανώσει διαμαρτυρία για την δολοφονία αυτή πράγμα που εξόργισε τις αρχές που αποφάσισαν να τους ξεφορτωθούν.
“Παρόλο που ο Σάκο μπορεί να μην έχει διαπράξει το έγκλημα, είναι παρόλα αυτά ένοχος γιατί είναι εχθρός των υπαρκτών θεσμών”. Αυτά ήταν και τα λόγια του προέδρου του δικαστηρίου Θάγιερ στις 14 Ιούλη του 1921. Και ήταν βέβαια και η μόνη αλήθεια που είπε. Γιατί αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος της καταδίκης των Σάκο και Βαντσέτι. Ο ασταμάτητος κι αδιαπραγμάτευτος αγώνας τους ενάντια στο σύστημα που μετά από ένα δολοφονικό 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, εκείνη τη στιγμή οδηγούσε αργά τους λαούς του κόσμου στη μεγάλη κρίση του ’29 κι από εκεί στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Σάκο και Βαντσέτι ήταν κομμάτι του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος του τέλους του 19ου- αρχών του 20 αιώνα, που μέσα σε ελάχιστα χρόνια γέμισε την Αμερική με εκατομμύρια απελπισμένους, που αναζητούσαν τη Γη της Επαγγελίας. Ηταν μέσα σε εκείνους που είδαν τον εαυτό τους όχι σαν μελλοντικούς πλούσιους στη Γη της ευκαιρίας, αλλά σαν ανθρώπους που παλευαν πλάι και μαζί με όλους τους εργάτες που γνώριζαν την άγρια εκμετάλλευση, για το μεγάλο όνειρο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Για το όνειρο ενός κόσμου καλύτερου, χωρίς δεσμά και χωρίς καταπίεση κάθε είδους.
Είδαν την Αμερική να μεγαλώνει, να γίνεται η μεγάλη λαμπερή Βιομηχανική δύναμη που ξέρουμε, αλλά μαζί είδαν τους εργάτες να οργανώνονται, να δημιουργούν τους “Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου”(IWW), να παλεύουν, να διεκδικούν τη ζωή τους και στάθηκαν πλάι τους με κάθε τρόπο.
Συμμετείχαν με κάθε τρόπο στις μεγάλες απεργίες και διαμαρτυρίες, σε όλους τους αγώνες της εποχής εκείνης, ενώ αρνήθηκαν να στρατευθούν στον 1ο Παγκόσμιο, φεύγοντας στο Μεξικό. Έτσι, μπήκαν σιγά σιγά στο μάτι του Αμερικάνικου Καπιταλισμού που αποφάσισε να τους ξεφορτωθεί.
Κι όταν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο φόβος του κομμουνισμού εξαπλώθηκε σαν αρρώστια στην Αμερική, έπεσαν θύματα ενός μεγάλου κύματος διώξεων και τρομοκρατίας που λειτουργούσε σαν άμυνα στην κόκκινη απειλή. Ήταν μια εποχή που οι ιδέες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού ασκούσαν και στην Αμερική μεγάλη γοητεία. Σοσιαλιστές βουλευτές εκλέγονταν, το ΙWW και το ΚΚ οργάνωναν μεγάλες κινητοποιήσεις με αποκορύφωμα τις γιορτές για την Οκτωβριανή Επανάσταση (1919) που στάθηκαν και η αφορμή για το κύμα διώξεων που εξαπολύθηκε.
Η σύλληψη των Σάκο και Βαντσέτι πυροδότησε τρομερές λαϊκές αντιδράσεις. Όταν, όμως, στις 20 Σεπτέμβρη του 1920 ιταλοί αναρχικοί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της καθεστηκυίας τάξης, έβαλαν βόμβα στη Wall Street με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 40 άτομα, το ποτήρι για το σύστημα ξεχείλισε. Έπρεπε να τελειώνουν με τους 2 αναρχικούς. Έτσι, στις 14 Ιούλη του 1921, καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία ούτε για τη δολοφονία ούτε για τη ληστεία που τους φόρτωσαν, απλά και μόνο επειδή οπλοφορούσαν, όπως όλοι άλλωστε εκείνη την εποχή. Αμέσως ένα μεγάλο κύμα εκδηλώσεων υποστήριξης ξέσπασε. Ένα τεράστιο κίνημα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο που περιλάμβανε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αναρχικούς, προοδευτικούς όλων των αποχρώσεων και βέβαια μεγάλες προσωπικότητες (ο Αϊνσταϊν, ο Μπερναρντ Σο, ο Ανατολ Φρανς κ.α.), αλλά και απλούς ανθρώπους που συγκινούνταν από το δράμα που παιζόταν. Το κίνημα αυτό κράτησε 7 χρόνια. Στις 23 Αυγούστου του 1927 οι 2 αναρχικοί αγωνιστές πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα μέσα σε παγκόσμιο σοκ, ενώ μεγάλες διαδηλώσεις ξέσπασαν με κορυφαία αυτήν όπου 100000 κόσμου περπατούν χέρι – χέρι στην κηδεία των 2 αγωνιστών.
Δεκαετίες μετά το 1977, η Αμερική ομολογεί το έγκλημά της όταν η Πολιτεία της Μασσαχουσέτης αναγνωρίζει την αθωότητα των Σακο και Βαντσέτι. Οι δύο Ιταλοί αναρχικοί έζησαν λίγο, πέθαναν φωνάζοντας “Viva l’anarchia!” κι έμειναν στην ιστορία σαν κομμάτι της παγκόσμιας μνήμης που δεν ξεχνάει αυτούς που είδαν τους εαυτούς τους σαν ανθρώπους πλάι σε ανθρώπους, σαν εργάτες πλάι σε εργάτες που παλεύουν. Αυτούς τους τρελούς που τη ζωή την είδαν μόνο σαν όνειρο για κάτι καλύτερο, μόνο σαν όραμα, και μόνο σαν αγώνα.
Η τραγική ιστορία δύο ξεχασμένων μαρτύρων που πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα γιατί πίστεψαν στον άνθρωπο (Αναδημοσίευση από ngnm.vrahokipos.net)
1ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Τρίτη 22 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Σάκκο και Βαντσέτι: για τα παιδιά του Μαΐου του 1971 είναι ο τίτλος
ενός φιλμ. Ενός φιλμ που ξαναγεννά τους δύο ξεχασμένους μάρτυρας του
προλεταριάτου της δεκαετίας του 1920.«Τα λόγια μας, οι ζωές μας, τα βάσανά μας δεν είναι τίποτε. Ας μας πάρουν τις ζωές μας, ζωές ενός καλού τσαγκάρη και ενός φτωχού ψαρά. Αυτό είναι ό,τι μπορούν να κάνουν! Αυτή η τελευταία στιγμή είναι δική μας. Αυτή η επιθανάτια αγωνία είναι ο θρίαμβός μας!»
Ο άνθρωπος που είπε αυτά τα λόγια μπροστά στο δικαστήριο που τον κατεδίκασε, πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα, στις 22 Αυγούστου 1927. Ονομαζόταν Μπαρτολομέο Βαντσέττι. Ο Νικόλα Σάκκο, φίλος του (ο καλός τσαγκάρης) είχε προηγηθή πριν από λίγα λεπτά. Ήταν κι’ οι δυό Ιταλοί μετανάστες στις ΗΠΑ. Γιατί καταδικάστηκαν; Οι δικαστές της Μασσαχουσέττης έλεγαν: επειδή επετέθησαν σε μία χρηματική αποστολή. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που κατέβηκαν στο δρόμο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σ’ ολόκληρον τον κόσμο, για να πετύχουν αναθεώρηση της δίκης τους, φώναζαν: Επειδή είναι αναρχικοί.
Σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε, δεν υπάρχει πλέον μυστήριο για την ιστορία που απετέλεσε μια από τις μεγάλες πολιτικές υποθέσεις του αιώνος. Το φίλμ που αφιερώθηκε στους ήρωες αυτούς, δεν αμφισβητεί πιά την αθωότητά τους.
Ο Μπερνάρ Τομά διηγείται εδώ την ιστορία αυτών των δύο «μετοίκων» που πίστευαν στον άνθρωπο.
Πάλλουσα αλήθεια
Φαίνονταν ξεχασμένοι για καλά ο μικροεργάτης τσαγκάρης Σάκκο και ο πλανόδιος ψαράς Βαντσέττι, που είχαν γίνει πασίγνωστοι στην δεκαετία του 20 εξ αιτίας του μαρτυρίου τους. Φιγούρες που έγιναν μούμιες προς χρήση των συντηρητικών της σοσιαλιστικής εποποιΐας. Αναρχικοί, είναι αλήθεια. Και τα κομμουνιστικά κόμματα ολόκληρου του κόσμου δυσκολεύτηκαν να διεκδικήσουν σαν δικούς τους τούς δύο μάρτυρες, μαχητές μιάς προχωρημένης Δημοκρατίας, θύματα του ιμπεριαλισμού βέβαια, χωρίς να βρίσκωνται παρ’ όλα αυτά μέσα στην γραμμή: δοξασμένοι μάρτυρες, αλλά κακά παραδείγματα.
Να λοιπόν που βγαίνουν από το σκοτάδι με την ευκαιρία του ιταλικού φίλμ του Τζουλιάνο Μοντάλντο. Συγκινητικοί, φύσεις μεγάλες. Ο Βαντσέττι, τρυφερά δεσποτικός με τα μεγάλα μουστάκια, ήρεμος, σίγουρος, ήσυχος. Ο Σάκκο βίαιος και εύτρωτος κάτι σαν τον Σαρλώ του φιλμ «Μοντέρνοι καιροί», συντριμμένος από τον καπιταλισμό, που αγωνίζεται με αφέλεια κατά της αδικίας. Δυό άνθρωποι που χτυπήθηκαν και που χρησιμοποιήθηκαν από μια άλλη πλευρά ανέβηκαν παρά την θέλησή τους στο επίπεδο των συμβόλων, αντιμετώπισαν ένα πεπρωμένο για το οποίο δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι. Με καθυστέρηση 50 ετών ξαναγεννιέται η ίδια αγανάκτηση που ξεσήκωσε εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο. Η ίδια φρίκη μπροστά στην απαράδεκτη πραγματικότητα.
Η αλήθεια πάλλεται… σ’ όλο το φιλμ και σου σφίγγει την καρδιά. Η μέρα πέφτει και η φρίκη της συλλήψεως, ρόπαλα και πρόσωπα σημαδεμένα, η βία και η βιασύνη που μετριέται από τα πολυάριθμα φλας των φωτογράφων που συνωστίζονται. Η αθλιότητα.
Πίστη στον αγώνα
Και η λύσσα των αστυνομικών ξεσπάει στο κοπάδι των εμιγκρέδων και παρουσιάζεται σαν αξιοπρέπεια. Η αλαζονεία των δικαστών και των αστυνομικών, η ελίτ της Βοστώνης, μαζωμένη μέσα στο μπουρζουάδικο κουστούμι. Μόνο ο Σάκκο αμφιβάλει λίγο και είναι λιγώτερο σίγουρος για την αξία του αγώνα του, ενώ βρίσκεται στο χείλος του παραλογισμού και κατηγορεί την πολιτική για όλα τα βάσανά του. Στην πραγματικότητα, αν ο Σάκκο αντιμετώπιζε μια στιγμή αδυναμίας στο τέλος της 20ήμερης απεργίας πείνας, ποτέ δεν έπαψε να πιστεύη βαθειά στον αγώνα «για έναν καλύτερο κόσμο».
Αλλά μαντεύουμε την τάση του σκηνοθέτη. Ήθελε να τον παρουσιάση σαν ένα πρόσωπο πιο ευαίσθητο και πιο κατανοητό για το απολιτικό κοινό.
Τον ήξεραν λιγώτερο μαχητικό. Αυτό γενικά δεν είναι σοβαρό σφάλμα. Η ιστορική αλήθεια παραμένει σεβαστή. Ακόμα καλύτερα: η καταπιεζόμενη Αμερική, προβάλλει μπροστά μας μέσα από μια αξιοθρήνητη εποποιΐα.
Γιατί αυτό το φίλμ έχει ανταπόκριση το 1971 περισσότερο από όση θα μπορούσε να έχη το 1951 ή 1961; Αυτό δεν είναι τυχαίο. Τα αλάθητα αιρετικά δόγματα έχουν καταρρεύσει. Οι εκκλησίες του σοσιαλισμού κανονίστηκαν.Παρεκκλήσια φθείρουν το κύρος του μπολσεβικικού σχήματος. Από τον Μάιο του 1968, η έρευνα ενός σοσιαλισμού φιλελευθερίζοντος, για να μην πούμε φιλελευθέρου, γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες την στιγμή που νομίζονταν πνιγμένη. Οι αγώνες ριζώνουν σε όλο τον κόσμο και ξαναβρίσκουν το ξεχασμένο τους σχήμα από την εποχή του Σάκκο και Βαντσέττι. Η άδικη δίκη των δύο αναρχικών Ιταλών, που κρίθηκαν ένοχοι επειδή αμφισβήτησαν τον νόμο της εκμεταλλεύσεως και βλασφήμησαν τον θεό του δολλαρίου, είναι σήμερα επίκαιρη. Στην Ιταλία, που γυρίστηκε αυτό το φιλμ, ο αναρχικός Βαλπρέντα, κατηγορούμενος χωρίς αποδείξεις για κακουργήματα, στις 12 Δεκεμβρίου 1969 στο Μιλάνο, είναι φυλακισμένος υπό συνθήκες ανάλογες της περιπτώσεως των Σάκκο και Βαντσέττι. Ο φίλος του Πινέλι «αυτοκτόνησε» στο μέγαρο της αστυνομίας του Μιλάνου, όπως «αυτοκτόνησε» ο Σαλσέντο, φίλος του Σάκκο και του Βαντσέττι. Το φιλμ μας το δείχνει, κανείς δεν μπορεί να το ξεχάση.
2ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Τετάρτη 23 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Η υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι, πήρε την αξία ενός μύθου. Πώς να
φαντασθούμε ήρωες, τόσο λίγο ύποπτους, για τα αδικήματα που τους
κατηγορούν; Κάθε δικηγόρος, θα ονειρευόταν να υπερασπίση αθώους τόσο
μεγάλης αξίας. Και όταν τους έβαλαν στην ηλεκτρική καρέκλα, αυτό
απετέλεσε την «λύση» της ελληνικής τραγωδίας που είχε μπερδευτή στην
πάλη των τάξεων.Ο Σάκκο, τρίτος γιός μιάς οικογένειας με 17 παιδιά, γεννήθηκε το 1891, στα περίχωρα του Τόρρε Ματζόρε στις ακτές της Αδριατικής και έφυγε το 1908 για να κατακτήση την Αμερική. Έκανε κατά καιρούς τον νεροκουβαλητή, τον εργάτη και τέλος έγινε τσαγκάρης, εργάτης συνειδητός, επιζώντας δύσκολα ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Λάτρευε την γυναίκα του Ροζίνα Ζαμπέλι που είχε παντρευτή το 1912. Ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, μέσα στην φτώχεια τους, που είχε έναν γιό, τον Ντάντε και μία κόρη στα σκαριά που θα γεννηθή τους πρώτους μήνες της φυλακίσεώς του. Μια ζωή χωρίς ιστορία. Την ημέρα το εργοστάσιο, το βράδυ συγκεντρώσεις με τους συντρόφους, προκηρύξεις, μπροσούρες, εφημερίδες… Αναρχικός, μάλιστα, και προπαγανδιστής και μαχητής. Αλλά όχι βομβιστής παρ’ όλο που συνειδητοποίησε κάποια μέρα την ανάγκη να αντιπαραθέση την βία κατά της καθημερινής βίας του συστήματος.
Ο Βαντσέττι, καλομεγαλωμένο παιδί του Πιεμόντε, ξεμπαρκάρει στην Νέα Υόρκη, στα 1908. Έπλυνε πιάτα σε ένα φτωχομάγαζο, έμενε συχνά άνεργος, πείνασε, δούλεψε σε ένα εργοστάσιο τούβλων, σε λατομείο, έγινε βοηθός ζαχαροπλάστη, καθάριζε υπόγεια και το χιόνι από τις σιδηροδρομικές γραμμές και κατέληξε πλανόδιος ψαράς, επάγγελμα που υιοθέτησε για την ελευθερία που του παρείχε. Ήταν γεροντοπαλλήκαρο από πεποίθηση, χαμογελαστός και ευγενικός. Πάνω απ’ όλα, ήταν μαχητικός. Τα γαλάζια του μάτια ήταν καρφωμένα στην μελλοντική κοινωνία χωρίς εκμεταλλευτές και θύματα.
Ήταν ένας ιδεολόγος από εκείνους που τίποτε δεν καταστρέφει την αισιοδοξία τους, τους ήρεμους και τους καλούς. Ήταν αναρχικός, όπως ο Σάκκο επειδή τα αμερικάνικα συνδικάτα και ειδικά οι βιομηχανικοί εργάτες του «Κόσμου», ήσαν παλιές σκονισμένες μηχανές, ενσωματωμένες στο σύστημα, χωρίς να το αμφισβητούν ποτέ, πράγμα που έκαναν κάποια στιγμή μετά την κρίση του 1929 και πριν καταλήξουν υποστηρικτές «του αμερικανικού τρόπου ζωής». *
Η Τρίτη, 15 Απριλίου 1920, ήταν γι’ αυτούς μια μέρα όμοια με τις άλλες: Ο Βαντσέττι πούλησε τα ψάρια του στους δρόμους. Ο Σάκκο που είχε ζητήσει μια άδεια, πήγε στη Βοστώνη για να ανανεώσει το διαβατήριό του στο προξενείο της Ιταλίας. Η μητέρα του είχε πεθάνει. Αποκαμωμένος, φτωχός όσο και όταν είχε έλθη στην Αμερική, σκέφτηκε να γυρίση στην πατρίδα. Αυτό ήταν μια ιδέα που θα του στοιχίση τη ζωή.
Αυτή την ίδια μέρα στις 3 το απόγευμα, δύο ταμίες που μετέφεραν τους μισθούς των υπαλλήλων ενός εργοστασίου υποδημάτων της Μασσαχουσέττης, έπεσαν θύματα ληστείας στην αρχή της μεταφοράς. Η επίθεση κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα, σύμφωνα με την παράδοση των ληστειών του Σικάγου. Πάντα μια βροχή από σφαίρες, έπειτα αρπάζουν τις κάσσες των χρημάτων από τα χέρια των υπαλλήλων που πεθαίνουν και τέλος το παραδοσιακό αυτοκίνητο που περιμένει με αναμμένη την μηχανή και απομακρύνεται γρήγορα μέσα σε στριγγλίσματα των στροφών. Πολλά πρόσωπα εμφανίζονται στα παράθυρα των γειτονικών εργοστασίων, άλλες σφαίρες σφυρίζουν και οι εργάτες εξαφανίζονται. Το πέρασμα από τον έλεγχο είναι κλειστό. Ο φρουρός της πόρτας ΜάιΛέβαντζι σηκώνει τις μπάρες τρομοκρατημένος και το αυτοκίνητο χύνεται στον δρόμο. Οι γκάγκστερς πυροβολούν στο πέρασμά τους ό,τι κινείται και όποιον ριψοκινδυνεύει να δη ποιοι είναι. Αρχίζει η καταδίωξή τους μ’ ένα πυροσβεστικό αυτοκίνητο. Μάταια. Πενήντα πρόσωπα πήραν μέρος στον διπλό φόνο. Μερικά λεπτά αργότερα κανένας από τους μάρτυρες δεν συμφωνεί με τον άλλο. Υπήρχε ένα αυτοκίνητο, δύο αυτοκίνητα. Ήταν μαύρο, πράσινο, καθαρό, λασπωμένο. Οι λησταί ήταν ψηλοί, ξανθοί, κοντοί, με γυμνό κεφάλι, με κασκέττα, με καπέλα… Το μόνο σίγουρο σημείο: Ήταν πέντε.
Στις 5 Μαΐου της άλλης χρονιάς λίγο μετά τις 9 το βράδυ, στο Μπρόντζγουώτερ, κοντά στο εργοστάσιο της υποδηματοποιίας που είχε ληστευθή, τέσσερις Ιταλοί χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του γκαραζιέρη Σάϊμον Τζόνσον. Ήθελαν να παραλάβουν το αυτοκίνητο του ενός, του Μάϊκ Μπόντα, που το είχε αφήσει για επισκευή.
Αλλά μια σκοτεινή ιστορία αλλαγής των αριθμών του αυτοκινήτου, έκανε καχύποπτο τον ιδιοκτήτη: μια άλλη απόπειρα ληστείας, αποτυχημένη, είχε γίνει το πρωινό της 24ης Δεκεμβρίου 1919 κατά των εισπρακτόρων μιάς άλλης βιομηχανίας υποδημάτων με το ίδιο αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιηθεί και στις 15 Απριλίου και ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας Στιούαρτ είχε σκαρώσει σχετικά με το θέμα ένα τρανταχτό σενάριο. Η αρχή της σειράς των συλλογισμών του αποτελούσε μια πολύ λογική σκέψη: Ο Μπόντα ήταν Ιταλός.
Ο γκαραζιέρης, παρατηρώντας τους μέσα από τα παραθυρόφυλλα, ξεκρεμάει το τηλέφωνο για να γνωστοποιήση στον Στιούαρτ αυτή την νυχτερινή επίσκεψη. Οι ξένοι τον αντιλαμβάνονται. «Θα ξαναγυρίσουμε αύριο λένε. Οπωσδήποτε απόψε είναι πολύ αργά».
3ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Παρασκευή 24 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Δυό από αυτούς ανεβαίνουν σε μια μοτοσυκλέττα με καλάθι και φεύγουν
μέσα στην νύχτα. Οι δύο άλλοι φεύγουν με τα πόδια προς την γραμμή του
τραίνου που ενώνει το Μπριτζγουώτερ με το Μπρόκτον. Τότε ο Στιούαρτ έχει
μια «διαίσθηση»: σταματά το τραίνο πρίν φθάση στο τέρμα. Οι δυό ύποπτοι
βρίσκονται: Νίκολα Σάκκο και Μπαρτολομέο Βαντσέττι.- Είστε ωπλισμένοι;
-
Όχι.
- Τι κάνατε στο Μπρίντζγουώτερ;
-
Πήγαμε να δούμε έναν φίλο… ξέρουμε μονάχα το μικρό του όνομα: Πόππυ.
-
Είστε αναρχικοί;
-
Όχι.
Στο βάθος της τσέπης του Σάκκο βρέθηκε το πρόχειρο μιάς προκηρύξεως στα Ιταλικά: «Προλετάριοι πήρατε μέρος σ’ όλους τους πολέμους. Εργαστήκατε για όλους τους καταπιεσμένους. Τρυγήσατε τους καρπούς των κόπων σας και των νικών σας; βρήκατε μία γωνιά στον κόσμο όπου θα μπορέσετε να ζήσετε και να πεθάνετε σαν ανθρώπινα πλάσματα; Ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι θα σας μιλήση γι’ αυτά τα προβλήματα και γι’ αυτό το θέμα: Η πάλη για την ύπαρξη. Είσοδος δωρεάν. Ελεύθερη συζήτηση. Φέρτε μαζί σας και τις κυρίες!».
Γιατί λένε ψέματα; Γίνεται μια γρήγορη επαλήθευση: Την Τρίτη 15 Απριλίου ο Νικόλα Σάκκο δεν πήγε στην δουλειά του.
Όταν ο περιφερειακός εισαγγελέας για τις κομητείες του Νόρφολκ και του Πλύμουθ Φρέντερικ Γιάν Κάτσμαν, ένας άνθρωπος βαρύς και φιλόδοξος, γεννημένος φτωχός, σε ένα προάστιο της Βοστώνης, εμιγκρέ δεύτερης γενιάς που κατώρθωσε να αποτραβηχθή από το ρυάκι που λίμναζε, έφτασε επί τόπου, η γνώμη του ήταν ήδη σχηματισμένη: Ο Σάκκο είναι ένοχος. Για τον Βαντσέττι είναι λιγότερο σίγουρος, αλλά οι υπόνοιες είναι μεγάλες. Κάτσμαν, ο πρώτος κακός της τραγωδίας. Ο κατήγορος. Δεύτερη ανάκριση, υποκρισία που υποκινείται από τον ίδιο μετά μια νύχτα, που πέρασαν οι ύποπτοι πίσω από τα σίδερα.
Κλείνονται μέσα στα ψέματα. Μπερδεύουν την αλήθεια με το ψέμα. Ανθρωπομετρικές φωτογραφίες. Βρώμικοι, αγροίκοι, ατημέλητοι. Κεφάλια ενόχων. Ενοχοποίηση εκ των προτέρων για παράνομη κατοχή όπλου, ασήμαντη συνηγορία διωρισμένου δικηγόρου: είναι βέβαια ένοχοι…
Ύστερα φέραν πολλές ντουζίνες μαρτύρων, για να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους. Πήραν μέρος στην ληστεία ή όχι; Τους παρατηρούν προφίλ, ανφάς και με στροφή κεφαλής τριών τετάρτων. Τους βάζαν στα χέρια ένα φανταστικό ρεβόλβερ. Πολλοί από τους μάρτυρες αρνούνται ότι πρόκειται για τους ληστές. Άλλοι αμφιβάλλουν. Όλοι αντιφάσκουν μεταξύ τους στις λεπτομέρειες. Τελικά ανακαλύπτουν, όπως είναι στατιστικά φυσιολογικό, ένα ή δύο άτομα που ορκίζονται ότι τους είδαν. Όταν ο Βαντσέττι πήρε την θέση του στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Πλύμουθ, την 22α Ιουνίου 1920 για μια προκαταρκτική δίκη, βρέθηκαν πολύ περισσότεροι μάρτυρες που τον αναγνώρισαν.
Ο Κάτσμαν, με την βοήθεια της αστυνομίας είχε εργαστή πολύ καλά. Οι συνήγοροι, Βάχεϋ και Γκράχαμ, δεν είχαν κάνει τον κόπο να καλέσουν μάρτυρες υπερασπίσεως, αφού ο Βαντσέττι πουλούσε ψάρια στους δρόμους, την 15η Απριλίου και πολλοί πελάτες βεβαίωναν ότι τον είχαν δη, ήταν οπωσδήποτε άχρηστοι, έτσι δεν είναι;
Αλλά αυτοί οι πελάτες ήταν εμιγκρέδες. Μέτοικοι. Ο λόγος της τιμής των μετοίκων απέναντι στους όρκους των Αγγλοσαξώνων δεν έχει βέβαια κανένα βάρος. Ο Βαντσέττι καταδικάστηκε από τον δικαστή Θέγκερ σε 12 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Θέγκερ, το φρικτό Νο 2 σ’ αυτή την παθητική ιστορία: ένας άνθρωπος με σουβλερή μύτη, χωρίς βλέμμα, χωρίς χείλη, κομπλεξικός εξ αιτίας του ύψους του, σκοτεινός, χολιασμένος.
Από τότε, ο Βαντσέττι δεν είχε πιά, παρά να περιμένη σε ένα κελί, κοντά στο κελί του φίλου του Σάκκο, την ώρα που υποχρεωτικά θα έλαμπε η αλήθεια και θα τους αθώωναν κατά την διάρκεια μιάς νέας δίκης. Επειδή οι δικαστικές πλάνες είναι πράγμα που συμβαίνει σε άλλους και ποτέ σε σένα τον ίδιο. Και οι εφιάλτες δεν έχουν θέση παρά μέσα στην φαντασία.
Πληρώνουν για τους άλλους
Αλλά, οι δύο άνδρες, δεν υπολόγιζαν ένα βασικό παράγοντα: Την Ιταλική καταγωγή τους πράγμα ασυγχώρητο για την Μασσαχουσέττη και τις υπόλοιπες πολιτείες, αλλά κυρίως εδώ στην πιο αριστοκρατική, την πιο σνομπ και πουριτανική πολιτεία του νέου κόσμου. Είχαν φτάσει πολύ αργά στην Αμερική: οι καλές θέσεις ήταν κιόλας πιασμένες. Οι Ιταλοί ήταν πολλοί και πολύ φτωχοί. Τα αποτελέσματα της εργασίας τους ασήμαντα, άρα άνθρωποι χωρίς προσόντα: Εκτός από αυτό ήταν και η Μαφία τους γεννημένη από την κλεψιά, κλεψιά γεννημένη από την αθλιότητα που εξήγαγε στην Αμερική η Καλαβρία και η Σικελία. Τα 80% των εγκλημάτων στο Σικάγο και στην Νέα Υόρκη αποδίδονταν στην Μαφία. Είναι η εποχή που ισχύει η απαγόρευση σε 36 πολιτείες…
4ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Σάββατο 25 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Καθένας που καταγόταν από την λατινική φυλή ήταν ένοχος
προκαταβολικά. Αυτοί οι δυό είπαν ψέματα, άρα έχουν κάτι να κρύψουν. Η
ανταμοιβή τους ήταν δίκαιη: θα πληρώσουν για τους άλλους. Και αν ακόμη
δεν ήταν αναρχικοί;…Αλλά αναρχικοί ήταν: το χαρτάκι που βρέθηκε στην τσέπη του Σάκκο, αρκούσε για απόδειξη. Και ο δικαστής Θέγκερ και οι ένορκοι το ήξεραν, και ας μην είπαν ούτε γι’ αυτό το θέμα. Ακόμη ένα σφάλμα της υπερασπίσεως, που ήταν σίγουρη ότι η δικαστική επιείκεια θα ήταν μεγαλύτερη αν δεν έκαναν κανέναν υπαινιγμό για την πολιτική. Και είναι αλήθεια ότι οι αναρχικοί, μετά από την σφαγή της 1ης Μαΐου 1888 στο Σικάγο όπου σκοτώθηκαν 6 αστυνομικοί από μία βόμβα, ενοχλούσαν πολύ την φαντασία των αστών. Ο μεγάλος πόλεμος είχε ελαττώσει τον φόβο, αλλά η ειρήνη τον είχε δεκαπλασιάσει.
Το 1919 στην Νέα Υόρκη, στην Φιλαδέλφεια, στο Σικάγο, στην Βοστώνη, στο Κλήβελαντ και στο Σιάτλ είχαν ξεσπάσει απανωτά απεργίες, ταραχές, διαδηλώσεις. Άγρια καταπίεση, εκρήξεις: αρχίζει η κλιμάκωση. Στο Βερολίνο η κίνηση «Σπάρτακος» πνίγηκε στο αίμα, ενώ στην Μόσχα θριαμβεύουν με αυθάδεια οι μπολσεβίκοι, αυτοί οι κλέφτες του πετρελαίου του Περού. Ο «απελευθερωτικός δυναμίτης» που έβαλαν τα χέρια των εκδικητών δεν είχε παρά δύο θύματα. Ένα νυχτοφύλακα και έναν σημαιοφόρο… αλλά το φάσμα των «ερυθρών» ξετρελαίνει τους αφελείς του νέου κόσμου.
«Μην πήτε ότι είμαστε δειλοί επειδή δρούμε κρυφά. Μην πήτε ότι είναι φρικτό: πρόκειται για πόλεμο, τον πόλεμο των τάξεων που πρώτοι εξαπολύσατε με την πρόφαση των θεσμών που ονομάζετε τάξη, πίσω από τα όπλα των σκλάβων σας μέσα στις φυλλωσιές και τους θάμνους των νόμων σας…»: Μια προκήρυξη μέσα στα ερείπια του σπιτιού του εισαγγελέως των εφετών Πάλμερ, στην Ουάσιγκτων στις 2 Ιουνίου του 1919. Αμέσως ο Πάλμερ καταστρώνει σχέδιο εκδικήσεως. Αρχίζει το κυνήγι των «ερυθρών». Δόθηκε διαταγή να συλληφθούν όλοι, σε όλη την χώρα ενοχοποιημένοι με διάφορα εγκλήματα.
Οι επιδρομές της αστυνομίας διαδέχονται η μία την άλλη. 2 Ιανουαρίου 1920: ο τρόμος χτυπά την ίδια ώρα σε 33 πόλεις. Έξη χιλιάδες εντάλματα συλλήψεως είχαν εκδοθεί εν λευκώ. Τρεις χιλιάδες ξένοι καταδικάστηκαν σ’ εξορία. Σε κάθε μια από τις επιθέσεις τους – 14 στην Μασσαχουσέττη – οι δυνάμεις της τάξεως ρημάζουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους. Σπάζουν, καταστρέφουν, χτυπούνε με ήσυχη συνείδηση. Έπειτα ρωτούν με κλωτσιές και γροθιές: δηλαδή κλασικά πράγματα.
Όπως είναι κλασσική η περίπτωση του Σαλσέντο, του φίλου των Σάκκο και Βαντσέττι που «αυτοκτόνησε» πέφτοντας από τον τελευταίο όροφο του αστυνομικού μεγάρου της Βοστώνης.
Έτσι, εξαιτίας ακριβώς του Σαλσέντο μήπως βρουν παρόμια τύχη ο Σάκκο και Βαντσέττι αρνήθηκαν ότι ήταν αναρχικοί κατά την πρώτη ανάκριση. Από φόβο είχαν πάρει μαζί τους εκείνο το βράδυ το ρεβόλβερ τους, ενώ μόλις ήξεραν να το χρησιμοποιούν για να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους σε περίπτωση συναντήσεως με την αστυνομία. Και είχαν βγη την μοιραία νύχτα της 15 Απριλίου επειδή οι φήμες έλεγαν πως εξαπολύθηκε μία νέα εκστρατεία τιμωρίας. Με το αυτοκίνητο του φίλου τους Μάϊκ Μπόντα είχαν την πρόθεση να μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος τα χαρτιά τους, τα ρεβόλβερ και τους πολυγράφους. Αυτό το είπαν αργότερα. Πάρα πολύ αργά. Έτσι, δεν αποκάλυψαν τα ονόματα των συνεργατών τους παρά όταν μερικοί από αυτούς μπόρεσαν να κρυφτούν.
Μέσα στα κελλιά τους οι δύο «ανώνυμοι μέσα στο πλήθος των ανωνύμων», (έτσι θα αυτόχαρακτηρισθή αργότερα ο Βαντσέττι), οι δύο αθώοι, όπως και τόσοι άλλοι, άγνωστα και αξιοθρήνητα θύματα μιάς δικαστικής πλάνης, παρ’ όλα αυτά δεν υποτάσσονταν.
Εν τω μεταξύ, οι αναρχικοί της περιοχής είχαν σχηματίσει μια επιτροπή υπερασπίσεως. Είχαν μαζέψει μερικά δολλάρια και βάλθηκαν να βρουν πρόσωπα καλής θελήσεως, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν τους φίλους τους από την δύσκολη αυτή κατάσταση. Βρήκαν πράγματι τον περίφημο δικηγόρο της Καλιφόρνιας Μούρ, βεντέττα των δικών των συνδικαλιστών, γνωστό σ’ όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Ο Μούρ, έγραψε ο Γιουτζίν Λάϊονς, δημοσιογράφος της εποχής, διαισθάνθηκε αμέσως ότι αυτή η συνηθισμένη για τους άλλους υπόθεση, θα είχε παγκόσμια απήχηση». Χτενίστηκε καλά, έβαλε το πλατύ καουμποΐστικο καπέλλο του, ανέβηκε στο παλιό αμάξι του και ήρθε να εγκατασταθή στην Βοστώνη. Εδώ ακριβώς και με δική του ώθηση, άλλαξαν τα πράγματα. Γιατί ο Μούρ δεν άργησε να μεταβάλη τους δύο πελάτες του σε σύμβολα της καπιταλιστικής καταπιέσεως. Χρησιμοποίησε γι’ αυτό τον σκοπό όλη του την ενεργητικότητα και όλες τις σχέσεις του. Ξεσήκωσε την κοινή γνώμη, χάλασε τον κόσμο, ξεφώνισε, σ’ όλες του δε τις εκδηλώσεις συνοδευόταν από την επιτροπήν υπερασπίσεως που έγινε ξαφνικά μια γιγαντιαία οργάνωση αναταραχής και προπαγάνδας.
Οι συναντήσεις, με θέμα τον Σάκκο και τον Βαντσέττι που δεν μάζευαν προηγουμένως παραπάνω από 100 άτομα, τώρα τραβούσαν τόσο πολύ κόσμο, ώστε να γεμίζουν όλες οι μεγάλες αίθουσες της ανατολικής ακτής και μετά από λίγο όλων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οργανώθηκαν παρελάσεις. γράφτηκαν άρθρα σε μεγάλες εφημερίδες που προκάλεσαν πάταγο. Γυναίκες της υψηλής κοινωνίας της Βοστώνης, ενδιαφέρθηκαν για την τύχη των δυό κατηγορουμένων και, πιστές μέχρι το τέλος, δεν τους εγκατέλειψαν ποτέ. Μετά από λίγο, ολόκληρος ο κόσμος μιλούσε για τον Σάκκο και τον Βαντσέττι.
«Κανένα μέλος της επιτροπής υπερασπίσεως, συνεχίζει ο Γιουτζίν Λάϊονς, δεν υποψιαζόταν ότι η υπόθεση θα γνώριζε τέτοια δημοσιότητα. Και όταν την είδαν να ξεπερνά τα τοπικά πλαίσια και να ανεβαίνη σε διεθνή και ιστορική κλίμακα, δεν πίστευαν ούτε στα μάτια τους ούτε στα αυτιά τους… Για πολύ καιρό συζητήθηκε η δικαστική τακτική του Μούρ. Πιστεύω, πράγματι, ότι υπέταξε την διαδικασία και την μέθοδο στις πιο πλατειές ανάγκες του συμβόλου της πάλης των τάξεων. Αν δεν το είχε κάνει, ο Σάκκο και ο Βαντσέττι θα πέθαιναν μετά 10 χρόνια και χωρίς φωτοστέφανο του μάρτυρα».
5ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Κυριακή 26 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Τα παραπάνω αληθεύουν οπωσδήποτε. Όμως από μία άλλη πλευρά, ο Μούρ
είχε άδικο που άφησε να φανή ο αληθινός του εαυτός μπροστά στα μάτια του
δικαστή Φέγιερ και του εισαγγελέα Κάτσμαν. Φάνηκε δηλαδήαυτός που ήταν:
ένας επαναστάτης, ένας παραπανήσιος κάτοικος της Καλιφόρνιας, που δεν
ήξερε τους επιτηδευμένους τρόπους της Βοστώνης. Εκεί που ένας επιτήδειος
συντηρητικός δικηγόρος θα μπορούσε να συμφιλιωθή με το δικαστήριο και
να υπερασπιστή υποκριτικά ένα σίγουρο φάκελλο, αυτός επετέθη, εσόκαρε
και σκανδάλισε. Με την ευκαιρία της περιπτώσεως των πελατών του, ο Μούρ
δίκασε μια άδικη κοινωνία. Και η κοινωνία πήρε εκδίκηση.Οι μάρτυρες υπερασπίσεως μόλις που ακούστηκαν, γελοιοποιήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν από τον Κάτσμαν όπως αυτός ήθελε, ενώ ο Φέγιερ τους διέκοπτε συνεχώς. Οι μάρτυρες κατηγορίας υπερεκτιμήθηκαν. Πολλοί αγοράστηκαν, πράγμα που θα αποκαλυπτόταν αργότερα, πολύ αργότερα. Παρ’ όλα αυτά δεν παρατηρήθηκε καμμία τυπική ανωμαλία κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο Φέγιερ ήταν πολύ πονηρός για να πέση σε τέτοιες παγίδες. Η ετυμηγορία του Ιουνίου του 1921 ήταν θάνατος και για τους δυό, που αποφασίστηκε με πλήρη ομοφωνία.
Ο Βαντσέττι στεκόταν όρθιος, απαθής, μέσα στο κλουβί με τα ατσάλινα κάγκελα. Προφύλαξη που πίστεψαν ότι έπρεπε να πάρουν, αφού επρόκειτο για τόσο μεγάλους εγκληματίες. Ο Σάκκο κατέρρευσε.
«Σόνο Ινοτσέντε» ούρλιαζε. «Είμαι αθώος!» επανέλαβε. Η Ροζίνα σύρθηκε με λυγμούς έως τα κάγκελα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του.
«Θα πεθάνη» μουρμούρισε. Έπειτα άρχισε να ουρλιάζη.
«Τι θα απογίνω λοιπόν; Έχω δυό παιδιά! Σκοτώνουν τον σύζυγο μου!»
Ο Σάκκο χάιδευε τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του. Ο Βαντσέττι προσπαθούσε να χαμογελάση. Τους έβγαλαν έξω.
«Σκοτώνουν αθώους», φώναξε δυνατά ο Σάκκο προς τους δικαστές. «Μην ξεχνάτε! Σκοτώνουν δυό αθώους ανθρώπους»…
Όταν το νέο μαθεύτηκε σε όλο τον κόσμο, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Οι Λατίνοι αναρχικοί είχαν ηρωοποιήσει τους δυό κατάδικους σε όλα τα μέρη όπου ήταν εγκατεστημένοι: στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Νότιο Αμερική. Από τον Οκτώβρη, οι κομμουνιστές πήραν την σκυτάλη. Όχι επειδή αισθάνονταν ιδιαίτερη τρυφερότητα για τους οπαδούς της απόλυτης ελευθερίας: τους ανθρώπους του είδους αυτού τους είχαν εξορίσει στην Σιβηρία, είχαν σφάξει τον στρατό του Μάκνο στην Ουκρανία και είχαν διαλύσει την ελεύθερη κομμούνα της Κροστάνδης. Αλλά αυτοί οι δύο αθώοι ήταν ένα καλό άλογο για την μάχη. Το καβάλησαν με την προτροπή της Διεθνούς Ερυθράς Βοήθειας, οργάνωση που είχε ιδρύσει ο Τζερζίνσκυ, αρχηγός της Τσεκά της φοβερής μυστικής σοβιετικής αστυνομίας που διαδέχθηκε την τσαρική Οχράνα.
Έτσι, λοιπόν ωργανώθηκαν τεράστιες διαδηλώσεις σ’ όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στο Παρίσι, στις 24 Οκτωβρίου 10.000 αστυνομικοί και 1.800 στρατιώτες δεν ήταν αρκετοί για να συγκρατήσουν τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθή μπροστά στην αμερικανική πρεσβεία. Στη Χάγη, στις Βρυξέλλες, στην Λιέγη, στην Ρώμη, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στην Στοκχόλμη και στην Κοπεγχάγη χιλιάδες εργατών και άλλων πολιτών που είχαν επαναστατήσει από την σκανδαλώδη δίκη, παρήλασαν μέσα στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα εκδικήσεως.
6ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Τρίτη 28 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Στις 29 Οκτωβρίου, ο Μούρ ζήτησε την αναθεώρηση της δίκης. Ομάδες
ιππέων και μοτοσυκλεττιστών, περιπολούν τους δρόμους, την ώρα που ο
Σάκκο και ο Βαντσέττι μεταφέρονται στο δικαστήριο. Η αναθεώρηση έγινε σε
κλίμα αναταραχής. «Δημοσιεύτηκε μία δήλωση στο εξωτερικό, είπε ο
Φέγιερ, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής που ήταν πρόεδρος έπρεπε να είχε
πληροφορήσει τους ενόρκους ότι αυτοί οι δύο άνδρες πρέπει να
καταδικαστούν επειδή είναι Ιταλοί και επαναστάτες. Αυτή η δήλωση είναι
απολύτως ανακριβής».Ο Μούρ καταθέτει στην συνέχεια πέντε διαδοχικές προτάσεις, ζητώντας την αναθεώρηση της δίκης επειδή, στο μεταξύ έχει συγκεντρώσει καινούρια στοιχεία: οπωσδήποτε πρόκειται για αποκαλύψεις που αφορούν τους ψευδομάρτυρες της κατηγορίας. Μάταια όμως. Ο Κάσμαν αντεπιτίθεται διαβολικά και ο Φέγιερ κάνει να γείρη η πλάστιγγα προς την μεριά της τάξεως.
Ο πιο μισητός άνθρωπος του κόσμου
Τον Οκτώβριο του 1924, ο Μούρ κουρασμένος, αποκαρδιωμένος και διωγμένος από τον Σάκκο που τον αντιπάθησε παραιτείται. Δίνει την θέση του στον Γουίλλιαμ Τόμσον τον πιο γνωστό δικηγόρο της Βοστώνης, άνθρωπο κομψό, εκλεπτυσμένο, καλλιεργημένο, από καλή οικογένεια που χειρίζεται στην αρχή την υπόθεση ψυχρά ενώ μετά την γνωριμία με τους πελάτες του παθιάζεται.
Αυτό συνέβη επειδή ο Σάκκο και ο Βαντσέττι είχαν ωριμάσει στα κελιά της φυλακής του Ντέντομ. Ο καθένας από την πλευρά του (επειδή δεν βλεπόντουσαν παρά μόνον κατά την διάρκεια της δίκης) μελετούσε αγγλικά, ιστορία, γεωγραφία και μαθηματικά. Διατηρούσαν αλληλογραφία με όσους ανησυχούσαν για την τύχη τους. Ξεχνούσαν τον θάνατο ενώ βρίσκονταν στα πρόθυρά του, με την ανεξάντλητη δίψα τους για γνώση, για να καταλάβουν καλύτερα τον κόσμο. Τα πάντα ενίσχυαν την πεποίθησή τους, αλλά τώρα με ένα τρόπο πιο έξυπνο, πιο λεπτό και πιο μεγαλόκαρδο, ιδίως ο Βαντσέττι, με το πέρασμα των μηνών με την απάρνησή του, την αντίληψη και την αγάπη του για όλους και για όλα, γινόταν ένα είδος σοφού σπάνιας ποιότητας. Ακόμη και ο δικαστής Φέγιερ δεν μπορούσε πιά να τον μισή.
Ο Γουίλλιαμ Τόμσον, με την βοήθεια των καλυτέρων Αμερικάνων νομικών και της ομάδας των πιστών, πολέμησε ακόμη τρία χρόνια. Χρησιμοποίησε όλα τα νήματα. Καταπιάστηκε με την έρευνα της υποθέσεως από την αρχή της. Αλλά ακόμη και η ανακάλυψη της ταυτότητας των πιθανών δραστών της ληστείας, του Τζόε Μορέλλι που αργότερα η αλληλογραφία του απέδειξε ότι ήταν ο πραγματικός ένοχος, ακόμη λοιπόν και η ανακάλυψη αυτή δεν κατώρθωσε να κλονίση τον Φέγιερ. Η παγίδα είχε κλείσει πίσω από τον Σάκκο και τον Βαντσέττι. Αν ο Φέγιερ τους αναγνώριζε σαν αθώους θα ήταν σαν να αρνιόταν τον εαυτό του. Όταν στις 10 Απριλίου 1927 το δικαστήριο της Μασσαχουσέτης με πρόεδρο τον ίδιο, επαναβεβαίωσε την θανατική καταδίκη, έγινε ο πιο μισητός άνθρωπος του κόσμου. Αφωσιώθηκε λοιπόν στον παραδειγματικό για τα μάτια του ρόλο του υπερασπιστή της δημοκρατίας του τελευταίου προμαχώνα της Τάξεως και του Νόμου κατά των ορδών των «ερυθρών» πολιορκητών.
Σε ολόκληρο τον κόσμο το σκάνδαλο μεταβαλλόταν σε αναταραχή. Ποτέ μια άρνηση της δικαιοσύνης δεν μπόρεσε να κάνη τόσα πολλά πράγματα, ποτέ ίσως τίποτε δεν θα κατορθώση να συνενώση μέσα στον ίδιο αγώνα, επαναστάτες, συνδικαλιστές και ανθρώπους καλής θελήσεως, σ’ όλες τις ηπείρους.
Όλοι «εκτός του Πώλ Βαλερύ»
Σ’ όλο τον κόσμο, καινούργιες επιτροπές υπερασπίσεως είχαν δημιουργηθή. Η επιτροπή του Παρισιού εμψυχωνόταν από τον Λουΐ Λεκουάν, αναρχικό, ειρηνιστή, φιλελεύθερο κομμουνιστή, και ακούραστο υπερασπιστή των καταπιεσμένων. Ο Λεκουάν συνάντησε τον Λεόν Ζουώ, γενικό γραμματέα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών, που πριν από λίγο είχε απαλλαγή από τα τελευταία υπολείμματα του αναρχισμού. Και ο Ζουώ τότε έστειλε κάποιον στην κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση της Αμερικής για να της ζητήση να επέμβη. Ο Λεκουάν είχε κυκλοφορήσει αιτήσεις χάριτος υπογραμμένες από ανθρώπους που είχαν ένα όνομα στα γράμματα, τις τέχνες, στην πολιτική και στον νομικό κόσμο. Όταν έμαθε ότι η εκτέλεση ωρίστηκε για τις 12 Ιουλίου 1927, χρησιμοποίησε για μια ακόμη φορά το όπλο των διαδηλώσεων. Ωργανώθηκαν συναντήσεις σε κάθε πόλη που υπήρχε Αμερικάνος πρόξενος: Λυών, Μασσαλία, Μπορντώ, Χάβρη, Λίλλη. Κυκλοφόρησε και μια καινούρια διαμαρτυρία, υπογραμμένη από γνωστές προσωπικότητες. Ο μόνος συγγραφέας που αρνήθηκε να υπογράψη ήταν ο Πώλ Βαλερύ. Ο σύνδεσμος των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που κινητοποιήθηκε από τον Λεκουάν, συγκέντρωσε 3 εκατομμύρια υπογραφές. Κατόρθωσε, προσωπικά, να πάρη και την υπογραφή της κυρίας Νενζεσέ, της μητέρας του ανθρώπου που βρήκε τον θάνατο προσπαθώντας να διασχίση τον Ατλαντικό αεροπορικός μαζί με τον Κόλι. Και παραλίγο θα έπαιρνε και την υπογραφή του Λίντμπεργκ, διάβασε, δέχθηκε και έβγαλε το στυλό του. Θα υπογράψη. Ένας κοινοβουλευτικός τρέχει και με ειδοποιεί στο γειτονικό δωμάτιο όπου περίμενα γεμάτος αγωνία. Δυστυχώς ο Μάϊρον Χέρικ (πρεσβευτής των ΗΠΑ) άρπαξε από τα χέρια του αεροπόρου την αίτηση χάριτος, την τσαλάκωσε και γεμάτος οργή την έχωσε στην τσέπη του».
7ον
(«Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», Τετάρτη 29 Μαρτίου 1972, σελ. 4)
Σε όλες τις πρωτεύουσες και σε άλλες πόλεις, συνεχίζει ο Λεκουάν,
οργανώνονται διαμαρτυρίες σε όλους τους τόνους και με όλους τους
τρόπους, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ράτσα των ανθρώπων που τις
υποκινούν και όπου παίρνουν μέρος. Στο Παρίσι, μαζεύονται 32.000 πρόσωπα
στο Σηρκ ντέ Παρί. Στο βήμα εμφανίζονται ανακατεμένοι αναρχικοί,
μασώνοι, κομμουνιστές και χριστιανοί: ο Ντουρούτι, ο Ασκάζο, ο Ζόβερ, ο
Σεμπαστιάν Φώρ, ο Λεόν Μπλούμ, ο Υρμπέν Γκογιέ, ο Βαγιάν-Κοτυριέ, ο Ανρύ
Τορρές ο Σεόν Ζουώ, ο Μάρκ Σανιέ κ.α.Ο Άλβιν Φουλέρ, νέος κυβερνήτης της Μασσαχουσέττης, πνιγμένος στα τηλεγραφήματα εκατοντάδων χιλιάδων και στις αιτήσεις δεκάδων εκατομμυρίων ονομάτων, πιστεύει ότι πρέπει να κινηθή. Καθυστερεί την εκτέλεση, επανεξετάζει την δίκη. Σχηματίζει μια επιτροπή εμπείρων ανθρώπων. Ο Φούλερ έχει το δικαίωμα να δώση χάρη. Μια λέξη του μπορούσε να ανατρέψη τα πάντα και να δώση την ελευθερία στους δύο αθώους. Αλλά ο Φούλερ δεν κρίνει πιά ανθρώπους: ο Σάκκο και ο Βαντσέττι έγιναν για πάντα σύμβολα της επαναστατικής πάλης. Ένα μέτρο επιείκειας θα μπορούσε να εκληφθή από τους «ερυθρούς» σαν αδυναμία. Ο συντηρητικός Φούλερ ο εκατομμυριούχος με την εντολή της πιο αντιδραστικής κυβερνήσεως της Αμερικής να υπερασπίση τα προνόμια του κατεστημένου, δεν θέλει – δεν μπορεί – να υποχωρήση.
Ο Σάκκο και ο Βαντσέττι είναι αθώοι; Αυτό φαίνεται πάρα πολύ. Και έπειτα; Διαπιστώθηκαν παρατυπίες κατά την διάρκεια της δίκης; Και έπειτα; Κάθε κύμα παρακλητικών επιστολών η απειλητικών που συσσωρεύονται στον αντιθάλαμο του γραφείου του, ενισχύει την απόφασή του. Όσο το κατακλύζουν οι πληροφορίες για καινούριες, τεράστιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, τόσο σταθεροποιείται η απόφασή του. Ας πεθάνουν, αρκεί ο νόμος να παραμείνη δυνατός και να αποκατασταθή η τάξη.
Την νύχτα της 4ης Αυγούστου 1927, ο κυβερνήτης απορρίπτει την τελευταία αίτηση χάριτος. Η εκτέλεση ωρίστηκε για τις 10 Αυγούστου. Την μέρα αυτή, λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση, μία νέα επιστολή: ψεύτικες ελπίδες. Αυτό έγινε για να παραμείνουν σεβαστοί οι τύποι, ώστε να μπορέσουν οι κατηγορούμενοι να καταθέσουν έφεση στο ανώτατο δικαστήριο της Μασσαχουσέτττης. Στις 19 η έφεση απερρίφθη. Είναι το τέλος.
Ήμαστε υπέρ των πτωχών
«Μου φαίνεται, πως με παίρνετε για άνθρωπο συνετό και μορφωμένο, έγραφε λίγο πριν ο Βαντσέττι, σε μία γυναίκα που του απηύθυνε φιλικές επιστολές. Ομολογώ, ότι άλλοτε πίστευα, ότι ήξερα πολλά πράγματα και ακόμη και τώρα, παρά την ταπεινοφροσύνη μου, πιστεύω ότι καταλαβαίνω μερικές πρωτόγονες και βασικές αλήθειες, τόσο απλές που ο καθένας έπρεπε να τις γνωρίζη – αλλά όλος ο κόσμος τις αγνοεί.
Εδώ και 25 χρόνια αγωνίζομαι να ξεμάθω και να ξαναμάθω για να πάψω να πιστεύω και να ακολουθήσω καινούργια πίστη, για να αρνηθώ, έτσι ώστε να αποκτήσω νέες αρχές… Λίγο ακόμη αν με συνθλίψουν, λίγο ακόμα αν με κρατήσουν κάτω από την πρέσσα θα γίνω τόσο ήπιος και τόσο γλυκός, που θα μπορούν να μου κάνουν αυτοψία χωρίς να διαμαρτυρηθώ».
Στις 21 Αυγούστου 1927, στέλνει το τελευταίο του γράμμα στο γιό του φίλου του Σάκκο: «Να θυμάσαι, Ντάντε, να θυμάσαι πάντα αυτά τα πράγματα. Δεν είμαστε εγκληματίες, μας καταδίκασαν με βάση ένα πλέγμα επινοήσεων, αρνήθηκαν αναθεώρηση της δίκης, και αν μας εκτελέσουν με τα επτά χρόνια, τέσσερις μήνες και ένδεκα μέρες ανείπωτων βασάνων, αυτό θα συμβή για τους λόγους που σου ανέφερα επειδή είμαστε υπέρ των φτωχών και κατά της εκμεταλλεύσεως και της καταπιέσεως του ανθρώπου από τον άνθρωπον».
Στις 22 Αυγούστου, πρώτα ο Σάκκο και ύστερα ο Βαντσέττι, κάθησαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Όλα τελείωσαν. Αλλά οι φράσεις που είπε ο Βαντσέττι, μέσα από το κλουβί των κατηγορουμένων στο δικαστήριο αντηχούν ακόμη και σήμερα.
«Τα λόγια μας, οι ζωές μας, τα βάσανά μας δεν είναι τίποτε. Ας μας πάρουν τις ζωές μας, ζωές ενός καλού τσαγκάρη και ενός φτωχού ψαρά. Αυτό είναι ό,τι μπορούν να κάνουν! Αυτή η τελευταία στιγμή είναι δική μας. Αυτή η επιθανάτια αγωνία είναι ο θρίαμβός μας!»
ΤΕΛΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου