Ολόκληρη η απολογία Ραβασόλ

Στη δίκη για δολοφονία μετά από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων, ο Ραβασόλ επιχείρησε να δώσει την ακόλουθη ομιλία, όχι για να αμφισβητήσει την ενοχή του, αλλά να την αποδεχτεί και να τη δικαιολογήσει. Σύμφωνα με μαρτυρίες, διακόπηκε ύστερα από λίγες λέξεις, και η ομιλία δεν εκφωνήθηκε ποτέ. Αποκεφαλίστηκε λίγο αργότερα.

Η δίκη Ravachol - συζητήσεις Φωτογραφία Α Berthon
Η δίκη Ravachol. Φωτ. Α Berthon

 «Eάν μιλώ, δεν είναι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι, μιας και η κοινωνία μονάχα είναι υπεύθυνη, επειδή απ’ την ίδια της την οργάνωση θέτει τον άνθρωπο σε μια διαρκή μάχη του ενός εναντίον του άλλου. Στην πραγματικότητα, δεν βλέπουμε σήμερα, σ’ όλες τις τάξεις κι όλες τις θέσεις, ανθρώπους που επιθυμούν, δεν θα πω το θάνατο, επειδή αυτό δεν ακούγεται καλά, αλλά την κακοτυχία τους, εάν μπορούν ν’ αποκομίσουν οφέλη απ’ αυτήν. Λογουχάρη, δεν εύχεται το αφεντικό να δει έναν ανταγωνιστή να πεθαίνει; Και δεν εύχονται όλοι οι επιχειρηματίες να είναι από κοινού οι μόνοι που να απολαμβάνουν τα οφέλη που φέρνουν τα επαγγέλματά τους; Προκειμένου ν’ αποκτήσει δουλειά, δεν εύχεται ο άνεργος εργαζόμενος κάποιος που έχει μια δουλειά για κάποιο λόγο να πεταχτεί έξω απ’ αυτήν. Ε λοιπόν, σε μια κοινωνία όπου συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, δεν υπάρχει λόγος να εκπλησσόμαστε για το είδος των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λογική συνέπεια του αγώνα για την επιβίωση που οι άνθρωποι διεξάγουν και που είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα για να επιβιώσουν. Και δεδομένου ότι ο καθένας για τον εαυτό του, δεν είναι αυτός που βρίσκεται στην ανάγκη να περιοριστεί σκέφτεται: «Λοιπόν, επειδή έτσι είναι τα πράγματα, όταν είμαι πεινασμένος δεν έχω κανένα λόγο να διστάσω σχετικά με τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου, ακόμα και με κίνδυνο να προκαλέσω θύματα! Τ’ αφεντικά, όταν απολύουν εργαζομένους, νοιάζονται εάν αυτοί πρόκειται να πεθάνουν ή όχι απ’ την πείνα; Αυτοί που έχουν πλεόνασμα νοιάζονται εάν υπάρχουν εκείνοι που στερούνται τις βασικές ανάγκες»;

Υπάρχουν μερικοί που βοηθούν, αλλ’ είναι ανίκανοι ν’ ανακουφίσουν όλους εκείνους που έχουν ανάγκη και που είτε θα πεθάνουν πρόωρα εξαιτίας διαφόρων ειδών στερήσεων, είτε εθελούσια από αυτοκτονίες όλων των τύπων, προκειμένου να βάλουν ένα τέλος σε μια άθλια ζωή και όχι να πρέπει ν’ ανέχονται τη δριμύτητα της πείνας, με αμέτρητες ντροπές και ταπεινώσεις, και που δεν έχουν καμιά ελπίδα να δουν ποτέ ένα τέλος. Γι’ αυτό υπάρχουν οικογένειες των Αγιέμ και Σουήν, που σκότωσαν τα παιδιά τους ώστε να μην τα δουν να υποφέρουν πια, και όλες οι γυναίκες που, υπό το φόβο ότι δεν είναι σε θέση να θρέψουν ένα παιδί, δεν διστάζουν να καταστρέψουν στα σπλάχνα τους τον καρπό του έρωτά τους.

Και όλ’ αυτά τα πράγματα συμβαίνουν εν μέσω αφθονίας κάθε είδους προϊόντων. Θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε εάν αυτά τα πράγματα συνέβαιναν σε μια χώρα όπου τα προϊόντα είναι σπάνια, όπου υπάρχει πείνα. Αλλά στη Γαλλία, όπου βασιλεύει η αφθονία, όπου τα κρεοπωλεία είναι γεμάτα κρέας, τ’ αρτοποιεία ψωμί, που ρούχα και παπούτσια συσσωρεύονται σε καταστήματα, που υπάρχουν άδεια σπίτια! Πώς μπορεί κανείς ν’ αποδεχτεί πως όλα είναι για το καλήτερο σε μια κοινωνία όπου η αντίθεση μπορεί να είναι τόσο έκδηλη; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα αισθανθούν λύπη για τα θύματα, αλλά θα σας πουν πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Ας τα βγάζει ο καθένας πέρα όπως μπορεί! Τί μπορεί να κάνει αυτός που στερείται τ’ απαραίτητα όταν ενώ εργάζεται χάνει τη δουλειά του; Ν’ αφήσει μόνο τον εαυτό του να πεθάνει απ’ την πείνα. Εν συνεχεία θα ρίξουν μερικά ευσεβή λόγια πάνω απ’ το πτώμα του. Αυτό είναι που ήθελα ν’ αφήσω σ’ άλλους. Προτίμησα να κάνω τον εαυτό μου ένα λαθρέμπορο, έναν παραχαράκτη, ένα φονιά και δολοφόνο. Θα μπορούσα να ζητιάνευα, αλλ’ είναι εξευτελιστικό και δειλό και τιμωρείται και απ’ τους νόμους σας ακόμα, που καθιστούν τη φτώχεια έγκλημα. Εάν όλοι όσοι έχουν ανάγκη, αντί να περίμεναν έπαιρναν, απ’ οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, ο αυτάρεσκος θα καταλάβαινε ίσως λίγο πιο σύντομα πως είναι επικίνδυνο να θέλει να καθαγιάζει την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, όπου η στενοχώρια είναι μόνιμη κι η ζωή κάθε στιγμή απειλητική.

Θα καταλάβουμε γρήγορα πως οι αναρχικοί έχουν δίκιο όταν λένε πως προκειμένου να έχουμε ηθική και φυσική ειρήνη, πρέπει να καταστραφούν οι αιτίες που γεννούν το έγκλημα και τους εγκληματίες. Δεν θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους κυνηγώντας εκείνον που, αντί να υποστεί έναν αργό θάνατο που προκαλείται απ’ τις στερήσεις που είχε και θα πρέπει ν’ ανεχτεί, δίχως καμιά ελπίδα να δει ποτέ ένα τέλος, προτιμά, εάν έχει την ελάχιστη δύναμη, να αρπάξει βίαια εκείνο που μπορεί ώστε να εξασφαλίσει την ευημερία του, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του, που θα έθετε μονάχα ένα τέλος στα δεινά του.

Γι’ αυτό πραγματοποίησα τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι, και που δεν είναι παρά η λογική συνέπεια της βάρβαρης κατάστασης μιας κοινωνίας που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ αυξάνει τη δριμύτητα των νόμων που κυνηγούν τ’ αποτελέσματα, δίχως ποτέ ν’ αγγίζουν τις αιτίες. Λέγεται πως θα πρέπει να είστε σκληροί για να σκοτώσετε, αλλά εκείνοι που το λένε αυτό δεν βλέπουν ότι αποφασίζετε να το κάνετε αυτό μονάχα για ν’ αποφύγετε την ίδια μοίρα.

Με τον ίδιο τρόπο εσείς, μεσσιέ μέλη του δικαστηρίου, θα με καταδικάσετε αναμφιβόλως σε θάνατο, επειδή νομίζετε πως είναι απαραίτητο, και πως ο θάνατός μου θ’ αποτελέσει πηγή ικανοποίησης για σας που μισείτε να βλέπετε ανθρώπινο αίμα να ρέει· αλλά όταν νομίζετε πως είναι χρήσιμο να χυθεί προκειμένου να εξασφαλίσετε την ασφάλεια της ζωής σας, δεν διστάζετε περισσότερο από ό,τι εγώ, αλλά με μία διαφορά: εσείς το κάνετε δίχως να διατρέχετε κάποιον κίνδυνο, ενώ εγώ, απ’ την άλλη πλευρά, δρω με κίνδυνο της ζωής μου.

Λοιπόν, μεσσιέ, δεν υπάρχουν πια άλλοι εγκληματίες να δικαστούν, αλλά οι αιτίες της εγκληματικότητας να εξαληφθούν! Στη σύνταξη των άρθρων του Ποινικού Κώδικα, οι νομοθέτες ξέχασαν πως δεν προσβάλλουν τις αιτίες, αλλά μονάχα τα αποτελέσματα, κι έτσι σε καμιά περίπτωση δεν εξαλείφουν το έγκλημα. Στην πραγματικότητα, οι αιτίες εξακολουθούν να υπάρχουν, τα αποτελέσματα θ’ απορρέουν αναγκαστικά απ’ αυτές. Θα υπάρχουν πάντοτε εγκληματίες, και αν σήμερα σκοτώνετε έναν, αύριο άλλοι δέκα θα γεννηθούν.

Τί χρειάζεται, τότε; Εξαλείψτε τη φτώχεια, τούτο το σπόρο του εγκλήματος, με την εξασφάλιση σε όλους της ικανοποίησης των αναγκών τους! Πόσο δύσκολο είναι να το συνειδητοποιήσουμε αυτό! Το μόνο που χρειάζεται είναι να εγκαθιδρυθεί η κοινωνία σε μια νέα βάση, όπου τα πάντα θα είναι κοινά και όπου ο καθένας, παράγωντας σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνάμεις του, θα καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Τότε και μόνο τότε δεν θα βλέπουμε ανθρώπους σαν τον ερημίτη της Νοτρ-Νταμ-ντε-Γκρας κι άλλους, να ζητιανεύουν για ένα μέταλλο του οποίου γίνονται θύματα και σκλάβοι! Δεν θα βλέπουμε πια γυναίκες να παραδίδουν τη γοητεία τους, σαν ένα κοινό εμπόρευμα, με αντάλλαγμα αυτό το ίδιο μέταλλο που συχνά μας εμποδίζει από το να καταλάβουμε εάν ένας έρωτας είναι αληθινός ή όχι. Δεν θα δούμε πια ανθρώπους σαν τον Πρατζινί, τον Πραντό, τον Μπερλάν, τον Αναστάι και άλλους που σκοτώνουν προκειμένου να έχουν αυτό το ίδιο μέταλλο. Αυτό δείχνει πως η αιτία όλων των εγκλημάτων είναι πάντοτε η ίδια, και πρέπει να είσαι ανόητος για να μην τη δεις.

Ναι, το επαναλαμβάνω: η κοινωνία είναι που δημιουργεί τους εγκληματίες και σεις, μέλη του δικαστηρίου, αντί να καταδικάζετε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσετε τη νοημοσύνη και τις δυνάμεις σας προκειμένου να μεταμορφώσετε την κοινωνία. Μονομιάς θα καταπνίγατε όλα τα εγκλήματα. Και η δουλειά σας, επιτιθέμενη στις αιτίες, θα είναι σπουδαιότερη και πιο καρποφόρα από ό,τι η δικαιοσύνη σας, που υποτιμάται μόνη της τιμωρώντας τα αποτελέσματά τους.

Δεν είμαι τίποτα παρά ένας αμόρφωτος εργάτης· αλλά επειδή έχω ζήσει τη ζωή των φτωχών, αισθάνομαι περισσότερο από έναν πλούσιο αστό την ανομία των κατασταλτικών σας νόμων. Τί σας δίνει το δικαίωμα να σκοτώνετε ή να φυλακίζετε έναν άνθρωπο που, γεννημένος με την ανάγκη να επιβιώσει, βρέθηκε ο ίδιος υποχρεωμένος να πάρει εκείνο που του λείπει ώστε να τραφεί;

Εργάστηκα προκειμένου να ζήσω και να θρέψω την οικογένειά μου· απ’ τη στιγμή που ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου δεν υποφέραμε πάρα πολύ, παρέμεινα αυτό που εσείς αποκαλείτε έντιμος. Έπειτα η εργασία έγινε δυσεύρετη, και η ανεργία έφερε την πείνα. Ήταν μόνον τότε που ο μεγάλος νόμος της φύσης, αυτή η δεσποτική φωνή που δεν δέχεται καμιά αντίρρηση, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μ’ ανάγκασε να διαπράξω κάποια απ’ τα εγκλήματα και πταίσματα για τα οποία κατηγορούμαι και για τα οποία ομολογώ πως είμαι ο αυτουργός τους.

Δικάστε με, μεσσιέ του δικαστηρίου, αλλά εάν με έχετε καταλάβει, δικάζοντάς με δικάστε όλους τους δυστυχισμένους που η φτώχεια, σε συνδυασμό με τη φυσική περηφάνια, έκανε εγκληματίες, και που ο πλούτος ή η άνεση θα τους είχε κάνει έντιμους ανθρώπους.

Μια έξυπνη κοινωνία θα τους είχε κάνει ανθρώπους σαν όλους τους άλλους!»

Μετάφραση: Αιχμή

Σχόλια